Σε μία φυλή Ινδιάνων, κάποιος έκανε μικροκλοπές…
Ο σοφός και δίκαιος αρχηγός της φυλής διέταξε, όταν συλληφθή ο παραβάτης, να τον κτυπήσουν με δέκα μαστιγώσεις.
Οι κλοπές συνεχίσθηκαν και ο αρχηγός ανέβασε τις μαστιγώσεις στις είκοσι…
Παρ’ όλες τι προειδοποιήσεις, ο δράστης δεν σταματούσε αλλά συνέχιζε μεθοδικά και σταθερά. Γεμάτος ερωτηματικά, ο αρχηγός, ανέβασε την ποινή σε εκατό μαστιγώσεις. Μία σίγουρη ποινή θανάτου...
Ο κλέπτης τελικά πιάσθηκε.
Αλλά ο αρχηγός βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα τρομερό δίλημμα.
Ο κλέπτης... ήταν η ίδια του η μητέρα!
Όταν ήλθε η μέρα της εκτελέσεως της ποινής, συγκεντρώθηκε ολόκληρη η φυλή.
Θα υπερίσχυε η αγάπη του αρχηγού γιά δικαιοσύνη, έναντι της αγάπης του προς την μητέρα του;
Έφεραν την μητέρα του αρχηγού ενώπιον όλων και μπροστά στον πάσσαλο των μαστιγώσεων... Το πλήθος παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα...
Ο αρχηγός τότε, έβγαλε το πουκάμισό του και πήρε το μαστίγιο στο χέρι του...
Αλλά, αντί να το σηκώση και να κτυπήση την μητέρα του, το έδωσε σε ένα δυνατό νεαρό ινδιάνο, που στεκόταν στο πλευρό του. Αργά ο αρχηγός επλησίασε τη μητέρα του και την έσφιξε μέσα στην αγκαλιά του, χωρίς να πη κουβέντα... Ύστερα προχώρησε στον πάσσαλο και διέταξε να τον δέσουν σφικτά και ετοιμάσθηκε να δεχθή αυτός τις εκατό μαστιγώσεις, αντί της αγαπημένης του μητέρας!!