Απόσπασμα εκ κηρύγματος (τού π.Ιωήλ):
«Δύο ειδών αγαθά υπάρχουν, υλικά και πνευματικά.
Εμείς, εις μεν τα υλικά βλέπομε όχι τί έχομε, αλλά τί μας λείπει... Ενώ εις τα πνευματικά βλέπομε όχι τί μας λείπει, αλλά τί έχομε...
Όχι, αδελφέ μου, έτσι!
Απόσπασμα εκ κηρύγματος (τού π.Ιωήλ):
«Δύο ειδών αγαθά υπάρχουν, υλικά και πνευματικά.
Εμείς, εις μεν τα υλικά βλέπομε όχι τί έχομε, αλλά τί μας λείπει... Ενώ εις τα πνευματικά βλέπομε όχι τί μας λείπει, αλλά τί έχομε...
Όχι, αδελφέ μου, έτσι!
Άλλοτε πάλιν έλεγεν (ο π.Ιωήλ):
«Εμείς οι άνθρωποι συνηθίζομε να κοιτάζωμε το δώρον και όχι τον δωρητήν.
Όχι, άνθρωπέ μου! Να κοιτάζης τον δωρητήν και όχι το δώρον. Και όταν ο δωρητής είνε καλός, να παίρνης ό,τι σου δίδει.
Κατά την αυτήν περίοδον, ότε δηλαδή υπηρέτησεν εν τη Εκπαιδεύσει (ο π.Ιωήλ), μετετέθη έκ τινος Γυμνασίου εις έτερον. Ολίγας ημέρας μετά την άφιξιν αυτού εις το νέον Γυμνάσιον, νεαρός Καθηγητής αποφασίζει να πειράξη τον «παπά».
Λέγει εις τους άλλους συναδέλφους:
«Τώρα που θα μπη ο παπάς (εις την αίθουσαν των Καθηγητών), θα σιγοτραγουδήσω ένα ελαφρό τραγουδάκι. Να δούμε τί θα κάνη…;».
Ο π. Ιωήλ εισέρχεται, ακούει, αλλά δεν διαμαρτύρεται. Σιωπά. Αφού ετελείωσεν ο νεαρός, αρχίζει αυτός να ψάλλη:
Οτε ήτο Καθηγητής Γυμνασίου (ο π.Ιωήλ) παρεκλήθη παρά τινος μαθητρίας μεγάλης τάξεως, αποτυχούσης εις τας γραπτάς εξετάσεις, να δώση βαθμόν, ώστε αύτη να μη απολέση το έτος.
(Και ο π.Ιωήλ της είπεν):
«Εάν σου λείπη μία μονάς διά την βάσιν, θα σου την δώσω.
Περισσότερον όμως όχι».
Η μαθήτρια, αρχίζει να κλαίη.
<<Υπηρετών (κάποτε, ο αοίδιμος π. Ιωήλ) εις Ναόν άλλης πόλεως (όχι δηλαδή των Καλαμών), ηξίωσε να καθορισθή τόπος διά τους άνδρας και έτερος διά τας γυναίκας, ώστε να μη εκκλησιάζωνται αναμίξ.
Εύρεν αντιδράσεις ισχυράς.
Επέμεινε και τελικώς επεβλήθη!
Κατά τινα Θείαν Λειτουργίαν, διακρίνει εις τας θέσεις των ανδρών μίαν γυναίκα. Ήτο σύζυγος Επιτρόπου, εκ των αντιδρασάντων. Καλεί τον Νεωκόρον και λέγει:
«Πήγαινε να της ειπής να φύγη αμέσως και να πάη εις τας θέσεις των γυναικών».
Ο Νεωκόρος επιστρέφει άπρακτος.
Έν τινι κηρύγματι (ο π.Ιωήλ) κατά των προκλητικών γυναικείων αμφιέσεων, έλεγε:
«...Τις βλέπετε τις γυναίκες τώρα το καλοκαίρι και γίνονται κινητά κρεοπωλεία…
Τί σέ πιάνει, κυρά μου, και περιφέρεσαι γυμνή;;
Κάνει ζέστη, σού λέει.
Συνήντησε κατά τινα ημέραν (ο π.Ιωήλ) μίαν υπέργηρον κυρίαν, ηλικίας 90 και πλέον ετών, ευσεβεστάτην και λίαν φιλακόλουθον.
«Ακόμη εδώ είσαι;» είπεν εις αυτήν. «Δεν έφυγες διά τον Ουρανόν; Αχ, να ήξερες τί χάνεις πού μένεις εδώ ακόμη!!»!!
(Και η υπέργηρος κυρία απήντησεν:)
Διάλογος μετά τινος χωρικού:
(Είπε τις χωρικός εις τον π.Ιωήλ:)
«...Μα δεν ημπορώ, πάτερ μου, να μιλήσω εγώ πρώτος. Ο αδελφός μου πρέπει να μου μιλήση πρώτος. Αυτός έφταιξε κι’ όχι εγώ. Κι’ έπειτα αυτός είνε μικρότερος, κι’ εγώ μεγαλύτερος.»
(Και ο πατήρ Ιωήλ του αντείπε:)
«Δεν μου λες: Ποίος είνε μεγαλύτερος;
Εμείς ή ο Θεός;»
Συζήτησις (του π.Ιωήλ Γιαννακοπούλου), μεθ’ ετέρου κομμουνιστού:
(Είπεν ο κομμουνιστής εις τον π.Ιωήλ:)
«Αν επικρατήσωμε εμείς, πάτερ Ιωήλ, θα φέρωμε ισότητα!».
Σε κάποιο ταξίδιον, συνεταξίδευε (ο π.Ιωήλ) μετά τινος κομμουνιστού. Ήνοιξαν ευρείαν συζήτησιν περί υπάρξεως Θεού, αθανασίας ψυχής κ.τ.λ.. Ο κομμουνιστής, καίτοι λίαν κατηρτισμένος, υπέστη άγριον σφυροκόπημα.
Εν τέλει λέγει (ο κομμουνιστής):
Πρό του πολέμου, ταξιδεύων εις Αθήνας, (ο π.Ιωήλ), ήκουσε, κατά τινα στάθμευσιν τού συρμού, ότι εν τω Ναώ του χωρίου εγένετο θαύμα, (Εδάκρυσε μία Εικών). Αυτός έμεινεν άσειστος, αναγινώσκων βιβλίον τι, ενώ το όχημα εξεκενούτο ως τάχιστα και οι επιβάται έτρεχον «πατείς με πατώ σε» εις τον Ναόν -ήτο πλησίον του Σταθμού- ίνα ίδωσι το θαύμα. Μετ’ ολίγον επέστρεψαν. Ο καθήμενος ακριβώς έναντι του π. Ιωήλ προσέβλεψεν εις αυτόν οργίλως. Ήτο προφανές ότι ο «παπάς» -μόνος αυτός!- δεν είχε καν κινηθή εκ της θέσεως αυτού.
Ο π. Ιωήλ ειργάζετο ακαταπαύστως! Καίτοι δε, είχε κατά την νεότητα αυτού προσβληθή υπό φυματιώσεως, ετήρει απάσας τας νηστείας! Τούτων ένεκα, συνεστήθη αυτώ υπό φίλου να ελαττώση και την νηστείαν και την εργασίαν.
Η απάντησις αυτού:
«Αγαπητέ μου, ο άνθρωπος κ ά π ο υ θα αναλωθή, κάπου θα λ ε ι ώ σ η.
Άλλοτε πάλιν, λόγου γενομένου περί της αξίας της ψυχής, έλεγεν (ο σοφός π. Ιωήλ Γιαννακόπουλος):
«Η αξία της ψυχής είνε ά π ε ι ρ ο ς!
Και είνε προφανές τούτο!
Όταν θέλωμεν να καθαρίσωμε ένα ύφασμα, ποτέ δεν θα χρησιμοποιήσωμε σαπούνι ακριβώτερο από το ύφασμα. Το σαπούνι πού θα χρησιμοποιήσωμε θα είνε φθηνότερο από το ύφασμα ή, το πολύ-πολύ, ίσης αξίας.