Πρό του πολέμου, ταξιδεύων εις Αθήνας, (ο π.Ιωήλ), ήκουσε, κατά τινα στάθμευσιν τού συρμού, ότι εν τω Ναώ του χωρίου εγένετο θαύμα, (Εδάκρυσε μία Εικών). Αυτός έμεινεν άσειστος, αναγινώσκων βιβλίον τι, ενώ το όχημα εξεκενούτο ως τάχιστα και οι επιβάται έτρεχον «πατείς με πατώ σε» εις τον Ναόν -ήτο πλησίον του Σταθμού- ίνα ίδωσι το θαύμα. Μετ’ ολίγον επέστρεψαν. Ο καθήμενος ακριβώς έναντι του π. Ιωήλ προσέβλεψεν εις αυτόν οργίλως. Ήτο προφανές ότι ο «παπάς» -μόνος αυτός!- δεν είχε καν κινηθή εκ της θέσεως αυτού.
(Και ο πατήρ Ιωήλ απήντησεν:)
«Εγώ πιστεύω και δι’ αυτό δεν μου κάνουν εντύπωσι τα θαύματα!.
Εσύ δεν πιστεύεις!
Και πήγες να δης το θαύμα γιά να πιστεύσης.
Έτσι δεν είνε;
Γιά πες μου λοιπόν, τώρα επίστευσες;;»!!!
Πηγή:
ΚΘ' Πίστις και θαύματα.
«Ανέκδοτα Ιωήλ Γιαννακόπουλου Αρχιμανδρίτου»
Δ’ Έκδοσις – 1973. Επιφανίου Ι.Θεοδωροπούλου, Πρεσβυτέρου.