Ο Ευφρόσυνος ζούσε αποκομμένος από τον κόσμο, σε κάποιο χωριό. Οι γονείς του ήταν χωρικοί και πολύ φτωχοί. Εξ αιτίας των συνθηκών αυτών, δεν κατάφερε ποτέ να μάθη γράμματα και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι περισσότεροι τον χαρακτήριζαν «αγροίκο».
Όταν πέρασαν τα χρόνια, ο Ευφρόσυνος αποφάσισε πως ήθελε να ζήσει ως μοναχός. Πράγματι, μπήκε σε κάποιο Μοναστήρι και από τότε δεν σταμάτησε να ασχολείται με τη μαγειρική, καθώς τον τοποθέτησαν στη θέση του βοηθού του μάγειρα.
Οι υπόλοιποι μοναχοί, συνεχώς τον κοροΐδευαν, λόγω της θέσης του, βλέποντάς τον μαυρισμένο στην καπνιά και λόγω της έλλειψης παιδείας. Εκείνος, όμως, δεν αντιδρούσε, αντιθέτως, υπέμενε όλα τα σχόλια και τους εμπαιγμούς, με ταπεινότητα. Δεν διαμαρτυρόταν, δεν γόγγυζε και δεν κατέκρινε κανέναν. Πολλές φορές, περιφρονούσαν ακόμη και τη μαγειρική του, κατηγορώντας τον πως δεν μαγείρευε καλά. Αυτός, όμως, χωρίς να χάνει το κουράγιό, του απαντούσε: