Αρχικά, έζησε στην έρημο των Κατουνακίων γιά δύο χρόνια με τον γέρο-Ισίδωρο. Κατόπιν, ήλθε στο Κουτλουμούσι και ύστερα πήρε το Καλύβι στην Σκήτη του Αγίου Παντελεήμονος, όπου έμεινε την υπόλοιπη ζωή του. Τον τελευταίο καιρό, τον εγηροκόμησαν στο Κουτλουμούσι, όπου εκοιμήθη και ετάφη.
Τις νύκτες άναβε την λάμπα και έκανε αγρυπνία. Έλεγε την ευχή, έκανε μετάνοιες και, όταν τον πολεμούσε ο ύπνος, έπλεκε κομποσκοίνι. Το παράθυρό του ήταν απέναντι από το Καλύβι του γέροντος Παϊσίου και όλη νύκτα φαινόταν το φως. Κάποια φορά που συναντήθηκαν, τον ερώτησε ο Άγιος Παΐσιος: «Καλά, εσύ δεν κοιμάσαι καθόλου τις νύκτες;». Έκτοτε, έβαλε ένα ύφασμα στο παράθυρό του, γιά να μη φαίνεται το φως και έτσι έκρυβε την πνευματική του εργασία.
Ήταν ασκητής! Έκανε συνεχώς ενάτες, δηλαδή ξηροφαγούσε μία φορά την ημέρα μετά τις τρεις το μεσημέρι. Η μέση του ήταν πολύ λεπτή. Γύριζε δύο φορές την ζώνη του. Τον Δεκαπενταύγουστο, προσπαθούσε να μην τρώγη τίποτε, εκτός της Εορτής του Σωτήρος! Όταν ήταν στο Κουτλουμούσι, προτιμούσε να διαβάζη στην τράπεζα, γιά να εγκρατεύεται στο φαγητό, χωρίς να τον καταλαβαίνουν. Είχε μπροστά στο καλύβι του μία μουριά. Κάποιες φορές έτρωγε κανένα μούρο και χαλούσε την ενάτη. Γι᾽ αυτό θέλησε να την κόψη, αλλά τον εμπόδισε ο Άγιος Παΐσιος. Στην αντοχή στην ορθοστασία, ήταν άφθαστος! Στο πανηγύρι του Αγίου Παντελεήμονος, έμπαινε από βραδίς στην Εκκλησία και σαν κολώνα στεκόταν ακίνητος, πάντα όρθιος στο στασίδι του, μέχρι το πρωΐ! Ούτε έξω έβγαινε ούτε καθόταν καθόλου! Ενώ έκανε τόση άσκηση, αυτομεμφόταν λέγοντας ότι, είναι «κρασοπατέρας», διότι έπινε, που και που, ένα μικρό ποτηράκι κρασί!