Στα χρόνια της Κατοχής, πέρασαν τρεις-τέσσερις πεινασμένοι συνάνθρωποί μας, σχεδόν γυμνοί, από την γειτονιά μας, ζητώντας βοήθεια. Οι περισσότεροι, εκείνη την εποχή, δεν είχαν ούτε το ψωμί της ημέρας και έτσι οι άνθρωποι πέθαιναν της πείνας, ακόμη και στους δρόμους... Μικροί και μεγάλοι, όταν πεινούσαν, ανακάτευαν τα σκουπίδια και ό,τι έβρισκαν, το έτρωγαν...
Ένας γείτονας φιλότιμος και ελεήμων, όταν τους είδε σ’ αυτήν την κατάσταση, τους λυπήθηκε και πήρε ό,τι είχε μέσα το κρεμαστό “φανάρι” τους και τους τα έδωσε.
Μόλις κατάλαβε η γυναίκα του, τι συνέβη, του έσυρε τα εξ αμάξης:
«Και τί θα φάμε εμείς; Το βράδυ τα παιδιά θα μείνουν νηστικά… Έδωσες τα λιγοστά τρόφιμα μας…», έλεγε και ξαναέλεγε η σύζυγος.