Κάποιας νέας, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Αυτή τότε μετέτρεψε το σπίτι της σε ξενώνα των πατέρων της Σκήτης και γιά πολύ καιρό τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε. Όταν όμως ξόδεψε όσα είχε, άρχισε να στερείται. Την επλησίασαν τότε άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον καλό δρόμο. Και ζούσε πλέον αμαρτωλά. Έτσι, κατάντησε και στην πορνεία...
Όταν το έμαθαν οι πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ και κάλεσαν τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν:
«Ακούσαμε αδελφέ, γιά την τάδε αδελφή ότι, ζει στην αμαρτία. Αυτή, όταν μπορούσε, είχε δείξει αγάπη σ’ εμάς. Ας τη βοηθήσουμε και εμείς τώρα, όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο να πας σ’ αυτήν, και με την σοφία που σου έδωσε ο Θεός, φρόντισε να την διορθώσεις».
Πήγε λοιπόν ο γέροντας σε αυτήν, και είπε στη γηραιά θυρωρό που φύλαγε στην πόρτα:
«Πες στην κυρία σου ότι ήλθα και θέλω να την δω».
Εκείνη αντέδρασε και ήθελε να τον διώξει, λέγοντας του:
«Εσείς της φάγατε όλη την περιουσία της και τώρα είναι πτωχή…».
Ο γέροντας, όμως, επέμενε: