Μία κυρία εδιηγείτο, το παρακάτω συγκλονιστικό περιστατικό, που σημάδευσε την ζωή της, όταν ήταν σε νεαρά ηλικία:
«Ήμουν επτά ετών και ήταν παραμονή των Χριστουγέννων, ζούσαμε τότε, σε μία επαρχιακή πόλη της Μακεδονίας, στη μαύρη και φοβερή Κατοχή του ΄41, τότε που οι εκτελέσεις και οι σφαγές αθώων ανθρώπων ήσαν ανελέητες και αθρόες, οι φυλακίσεις, το ξύλο και τα βασανιστήρια τρομακτικά, και η πείνα εθέριζε τους πάντες...
Η οικογένειά μου ήτο πολύ ευσεβής και ακόμα ευσεβέστεροι ο παππούς και η γιαγιά! Άνθρωποι της προσευχής και της ελεημοσύνης!
Το βράδυ που ξημέρωνε Χριστούγεννα, η πεντάχρονη αδελφή μου εξύπνησε και μου εζήτησε να την συνοδεύσω έξω στην αυλή, γιά να πάει στην τουαλέτα (εκείνη την εποχή οι τουαλέτες ήσαν έξω, στις αυλές). Έξι παιδιά είμασθαν και κοιμόμασθαν όλα κάτω στο πάτωμα, στρωματσάδα. Δεν υπήρχαν κρεβάτια και πούπουλα και παπλώματα, σαν τα σημερινά…
Σιγά-σιγά, λοιπόν, εβγήκαμε έξω από το δωμάτιο, στο μικρό διάδρομο με κατεύθυνση την αυλή. Απέναντι ήταν η κάμαρα του παππού και της γιαγιάς, ξαφνιασθήκαμε όμως, διότι είδαμε έντονο φως να βγαίνει από τις χαραμάδες και από τα πολλά ανοίγματα της σαραβαλιασμένης πόρτας.