Γέροντας, ηγούμενος σε κάποιο Μοναστήρι, διηγείται ένα θαυμαστό περιστατικό που έζησε, όταν ήταν εννέα ετών παιδί, κατά την διάρκεια επισκέψεώς του, με συγγενικά του πρόσωπα, σε κάποιο γυναικείο Μοναστήρι που είναι αφιερωμένο στην Παναγία μας:
<<Είχαμε περπατήσει αρκετή ώρα στο ανηφορικό μονοπάτι γιά το Μοναστήρι. Όταν φθάσαμε, ήταν μεσημέρι και ευρήκαμε την θύρα της Μονής κλειστή. Ήταν η ώρα της Τράπεζας, οπότε όλες μέσα έτρωγαν, ενώ εμείς κουρασμένοι και νηστικοί περιμέναμε έξω, μέχρι να ανοίξει το απόγευμα η Μονή. Εγώ ήμουν όλο παράπονο διότι η κούραση και ιδιαίτερα η πείνα με πολεμούσαν…
Δεν πέρασε πολύ ώρα αναμονής και έρχεται μία Μοναχή με ένα ωραίο δίσκο γεμάτο με ζεστό σταρένιο ψωμί, ελιές και φρούτα. Χαρήκαμε όλοι, ευχαριστήσαμε την Μοναχή και θα τα τρώγαμε όλα, αλλά αφήσαμε κάποιο υπόλοιπο γιά να μη φανεί πόσο πεινούσαμε.