Κάποτε, ένας εργάτης, ενώ έσκαβε με πολλούς άλλους μαζί, στην στοά ενός νταμαριού, μετακινήθηκε ένας μεγάλος βράχος με αποτέλεσμα η στοά να καταρρεύσει, καταπλακώνοντας τους πάντες...
Η γυναίκα αυτού του εργάτη, η κυρία Αργυρώ, κανόνισε από το υστέρημά της με τον ιερέα του χωριού, να κάμη σαράντα Λειτουργίες για την ψυχή του άνδρα της, σ’ ένα εξωκκλήσι κοντά στο μέρος όπου έγινε το δυστύχημα, διότι επίστεψε ότι ο σύζυγος της ήταν νεκρός.
Καθημερινά μάλιστα πήγαινε ένα πρόσφορο, ένα μπουκάλι με κρασί και μία λαμπάδα στο ιερέα και κανόνιζε όλα τα απαραίτητα. Όταν έφθασε ο ιερέας στις είκοσι Λειτουργίες, ο διάβολος φθόνησε την ευλάβεια της κυρά-Αργυρώς και αφού μετασχηματίσθηκε σε έναν γνωστό της χωρικό, την συνάντησε το πρωί στον δρόμο και της είπε: «Ξέρεις; Ο παπάς δεν πήγε στην Εκκλησία, γιατί είχε δουλειά βιαστική και γι’ αυτό μην κοπιάζεις. Αύριο πηγαίνεις την προσφορά σου!». Αυτό της το έκαμε ο διάβολος τρεις φορές στο διάστημα των σαράντα ημερών.