<<Όταν ήμουν στα Κατουνάκια, ένα απόγευμα, αφού έκανα τον Εσπερινό με κομποσχοίνι, ήπια ένα τσάϊ και συνέχισα με τους Χαιρετισμούς και ύστερα έλεγα την Ευχή. Όσο έλεγα την Ευχή, τόσο έφευγε η κούρασι και αισθανόμουν ξεκούραστος. Ένοιωθα μέσα μου μία χαρά, που δεν μου έκανε καρδιά να κοιμηθώ. Έλεγα συνέχεια την Ευχή!