Σε µία αυλή, ζούσε κάποτε ένας κόκορας, που είχε μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του. Ήταν φαντασμένος, όπως λένε.
«Κικιρίκου!», φώναζε κάθε τόσο.
«Με βλέπετε εμένα; Έχω την πιό δυνατή φωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα πτερά µου πλουμιστά! Κι όσο γιά τα νύχια µου, μπορώ µ’ αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!».
Και δώσ’ του και έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.
«Κικιρίκου!», άρχιζε πάλι.
«Εμπρός, λοιπόν, ποιός κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί µου στη δυνατή φωνή; Ποιός κόκορας έχει τη δική µου πολύχρωμη ουρά;», κόμπαζε χωρίς να κουράζεται.
«Κικιρίκου!», εγώ είμαι ο θαυμαστός κόκορας!
«Κικιρίκου!», φώναζε κάθε τόσο.
«Με βλέπετε εμένα; Έχω την πιό δυνατή φωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα πτερά µου πλουμιστά! Κι όσο γιά τα νύχια µου, μπορώ µ’ αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!».
Και δώσ’ του και έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.
«Κικιρίκου!», άρχιζε πάλι.
«Εμπρός, λοιπόν, ποιός κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί µου στη δυνατή φωνή; Ποιός κόκορας έχει τη δική µου πολύχρωμη ουρά;», κόμπαζε χωρίς να κουράζεται.
«Κικιρίκου!», εγώ είμαι ο θαυμαστός κόκορας!