<<Όταν ένοιωσα τον πρώτο ζήλο να γίνω καλόγερος, τον εφανέρωσα σε κάτι άλλους. Τότε ο ένας από αυτούς, ο οποίος ήταν οδηγός, μου λέει:
«Άκουσε, Ευάγγελε (έτσι ήταν το κοσμικό όνομά μου), θα πάω με τ’ αυτοκίνητό μου στα τάδε χωριά και περίπου κατ’ αυτήν την ώρα (πέντε-έξι το μεσημέρι σύμφωνα με την αγιορείτικη ώρα), θα περάσω να σε πάρω, να σε πάω στο Μοναστήρι, να είσαι εκεί».
«Εντάξει», του απάντησα.
Πήρα και εγώ μία μπλούζα (σαν κοσμικό παιδί), και πήγα και κάθησα σ’ ένα βραχάκι και έβλεπα μακριά το δρόμο, περιμένοντας τον οδηγό. Προτού όμως να έλθη η ωρισμένη ώρα, σηκώθηκα και έφυγα…