Κάποιος αδελφός, ζούσε μόνος στη Ι. Μονή των Μονιδίων και η προσευχή του ήταν η εξής:
«Κύριε, δεν έχω τον φόβο Σου μέσα μου, γι’ αυτό στείλε μου κάποιον κεραυνό ή κάποια άλλη δύσκολη περίσταση, ή αρρώστια ή δαίμονα, μήπως έστω και με αυτόν τον τρόπο φοβηθή η πωρωμένη μου ψυχή».
Αυτά έλεγε και συνέχιζε να παρακαλεί τον Θεόν.
«Ξέρω ότι, είναι αδύνατο να με συγχωρήσεις, διότι αμάρτησα πολύ σ’ Εσένα Δέσποτα μου, αλλά εάν είναι δυνατόν, λόγω της Ευσπλαγχνίας Σου, συγχώρεσέ με. Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, τιμώρησέ με εδώ στη γη, και Εκεί μη με παιδεύσεις, αλλά εάν και αυτό είναι αδύνατο, τιμώρησέ με εδώ κατά ένα μέρος και εκεί ανακούφισέ με, έστω και λίγο, από την τιμωρία της κολάσεως. Κύριε άρχισε από τώρα να με παιδεύεις, αλλά ας μην περιπέσω στην “οργή” Σου».
Με αυτή την επιμονή, ένα ολόκληρο χρόνο με ασταμάτητα δάκρυα, με πολλή ταπείνωση στους λογισμούς του και με νηστείες, παρακαλούσε τον Θεόν. Kαι παράλληλα σκεπτόταν: