Κάποιος μοναχός ονομαζόμενος Μωϋσής, ένοιωσε την καρδιά του να ανάβει από αγάπη προς τον Θεοφόρο πατέρα Ιωάννη (τον Σιναΐτη) και τον παρακαλούσε πολύ, χρησιμοποιώντας γιά μεσίτες πολλούς από τους πατέρες, να τον δεχθή ως μαθητή του, γιά να διδαχθή από Αυτόν την αληθινή φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπόν με τις παρακλήσεις εκείνων, τον έκαμψε τον Μακάριο, ώστε να τον δεχθή κοντά του ως υποτακτικό.
Συνέβη δε κάποτε να του ζητήσει ο Άγιος πατὴρ Ιωάννης να μεταφέρη κατάλληλο χώμα γιά να καλλιεργήσουν λάχανα. Ο Μωϋσής πράγματι έφθασε στον τόπο που του υπέδειξε και πρόθυμα εκτελούσε την εντολή που έλαβε. Όταν όμως πέρασε η ώρα και ήλθε το καταμεσήμερο, που η ζέστη εφλόγιζε σαν καμίνι τον τόπο, διότι ήταν Αύγουστος μήνας, ο Μωϋσής ελύγισε και κουρασμένος πολύ από την μεταφορά του χώματος, εσκέφθηκε ότι έπρεπε ολίγο να ξεκουρασθή. Γιά να έχει δε σκιά, εξάπλωσε κάτω από έναν τεράστιο βράχο και, όπως ήταν φυσικό, αποκοιμήθηκε.