Κάποτε ο ευσεβής βασιλιάς Θεοδόσιος ο Μέγας (347-395), πρόσταξε και έβαλαν τον θρόνο του κοντά στην ακροθαλασσιά. Ύστερα, εκάθησε εκεί και κάλεσε κοντά του, τους άρχοντες και τους αξιωματούχους του παλατιού.
Τότε, είπε δυνατά, γιά να τον ακούσουν όλοι:
«Θάλασσα, με την δύναμη και την εξουσία που έχω, σε διατάζω να μην προχωρήσεις πέρα από τα όριά σου και να μη βρέξεις τον θρόνο μου».
Οι άρχοντες απορούσαν με όσα έβλεπαν και άκουγαν, γιατί δεν καταλάβαιναν τί σκοπό είχε ο βασιλιάς. Δεν πέρασε όμως πολλή ώρα και ένα δυνατό κύμα ήλθε ξαφνικά και έβρεξε όχι μόνο τον θρόνο, μά και τον ίδιο τον Μέγα Θεοδόσιο τον έκανε μούσκεμα,από το κεφάλι ως τα πόδια.
Τότε ο σοφός βασιλιάς είπε: