Δύο αδελφοί, εμόναζαν μαζί σε κάποιο Κοινόβιο, και είχαν μεγάλη αγάπη μεταξύ τους. Αυτούς, ο Θεός τους αξίωσε, ώστε ο ένας να βλέπει στο πρόσωπό του άλλου, κάποιο εξωτερικό σημείο της Χάριτος του Θεού.
Κάποτε, λοιπόν, ο ένας από αυτούς εβγήκε από το κοινόβιο γιά κάποιο διακόνημα. Ήταν ημέρα Παρασκευή, και κατά σύμπτωση είδε κάποιον μοναχό να τρώει πρωί-πρωί, μη σεβόμενος τη νηστεία της Παρασκευής, και τον παρατήρησε λέγοντας: «Τέτοια ώρα τρως…, και μάλιστα Παρασκευή;»
Όταν με το καλό επέστρεψε από τη διακόνημά του στο Κοινόβιο, ο άλλος αδελφός τον είδε στο πρόσωπο, χωρίς όμως να διακρίνει κάποιο σημείο της Χάριτος του Κυρίου, και λυπήθηκε...
Αφού ήλθαν στο κελλί τους, τον ρωτάει περίλυπος:
«Τί έκανες αδελφέ μου εκεί που επήγες; Σε ερωτώ, γιατί σήμερα δεν είδα στο πρόσωπό σου την Χάρι του Θεού».
Κάποτε, λοιπόν, ο ένας από αυτούς εβγήκε από το κοινόβιο γιά κάποιο διακόνημα. Ήταν ημέρα Παρασκευή, και κατά σύμπτωση είδε κάποιον μοναχό να τρώει πρωί-πρωί, μη σεβόμενος τη νηστεία της Παρασκευής, και τον παρατήρησε λέγοντας: «Τέτοια ώρα τρως…, και μάλιστα Παρασκευή;»
Όταν με το καλό επέστρεψε από τη διακόνημά του στο Κοινόβιο, ο άλλος αδελφός τον είδε στο πρόσωπο, χωρίς όμως να διακρίνει κάποιο σημείο της Χάριτος του Κυρίου, και λυπήθηκε...
Αφού ήλθαν στο κελλί τους, τον ρωτάει περίλυπος:
«Τί έκανες αδελφέ μου εκεί που επήγες; Σε ερωτώ, γιατί σήμερα δεν είδα στο πρόσωπό σου την Χάρι του Θεού».