<<Μία ημέρα, είχαμε παγκοινιά (κοινή εργασία) και εδουλέψαμε σκληρά όλη η Συνοδεία, σε οικοδομικές εργασίες. Μόλις ετελειώσαμε και ήταν ώρα γιά την καθιερωμένην ανάπαυσιν, ξαφνικά ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καϊκιού, από τον αρσανάν. Μόλις το άκουσε ο Γέροντας, τον είδαμε να σκυθρωπιάζη εις το πρόσωπο.
«Τί συμβαίνει, Γέροντα;», τον ερωτήσαμε.
«Βρε, τον ευλογημένον, επέτυχε την ώρα. Είναι ο Γ. και μας έφερε ένα βαρέλι λάδι», απήντησε ο γέρων Ιωσήφ.
Οι πατέρες ήταν τόσο κουρασμένοι, πού ο Γέροντας δεν ετολμούσε να προστάξη κανένα να πάη να το φέρη. Η μόνη λύσις ήταν, εάν υπήρχε κάποιος εθελοντής. Δεν ξέρω πώς, εφωτίσθηκα και εμπήκα στον λογισμό του Γέροντά μου και Τόν ερωτώ: