<<Μία ημέρα, είχαμε παγκοινιά (κοινή εργασία) και εδουλέψαμε σκληρά όλη η Συνοδεία, σε οικοδομικές εργασίες. Μόλις ετελειώσαμε και ήταν ώρα γιά την καθιερωμένην ανάπαυσιν, ξαφνικά ακούγεται ένα παρατεταμένο κορνάρισμα καϊκιού, από τον αρσανάν. Μόλις το άκουσε ο Γέροντας, τον είδαμε να σκυθρωπιάζη εις το πρόσωπο.
«Τί συμβαίνει, Γέροντα;», τον ερωτήσαμε.
«Βρε, τον ευλογημένον, επέτυχε την ώρα. Είναι ο Γ. και μας έφερε ένα βαρέλι λάδι», απήντησε ο γέρων Ιωσήφ.
Οι πατέρες ήταν τόσο κουρασμένοι, πού ο Γέροντας δεν ετολμούσε να προστάξη κανένα να πάη να το φέρη. Η μόνη λύσις ήταν, εάν υπήρχε κάποιος εθελοντής. Δεν ξέρω πώς, εφωτίσθηκα και εμπήκα στον λογισμό του Γέροντά μου και Τόν ερωτώ:
«Γέροντα, έχει ευλογία να πάω εγώ να φέρω το βαρέλι;».
«Αφού το θέλεις με την ψυχή σου, πήγαινε και η ευχή μου θα σε βοηθήση παιδί μου», είπε ο Γέροντας.
Τρέχω αμέσως κάτω μ’ ένα σκοινί. Φθάνω στον αρσανά. Γονατίζω και δένω το βαρέλι εις την πλάτη μου. Όταν προσπάθησα να σηκωθώ, τα γόνατα πήγαιναν να λυγίσουν. Δοκιμάζω να περπατήσω…, σχεδόν αδύνατο..., τα πόδια δεν βαστάνε... Παρ’ όλα αυτά δεν το βάζω κάτω. «Αφού», λέω, «μ’ έστειλε ο Γέροντας, δεν τα παρατάω, ώσπου να πέσω κάτω, τότε μόνον θα είμαι ανεύθυνος». Με πολλή δυσκολία, σαν χελώνα, προχώρησα λίγα μέτρα...
Βάζω τότε τον Σταυρό μου και λέω:
«Παναγία μου, δι’ ευχών του Γέροντά μου, βοήθησέ με!»!
Μετά απ’ αυτήν την μικρήν προσευχήν αισθάνθηκα ότι, το βαρέλι εις την πλάτη ξαλάφρωσε λιγάκι! Προχωρώ ακόμη και το αισθάνομαι ακόμη πιό ελαφρύ! Αρχίζω πιά να περπατώ κανονικά! Όμως, σε λίγο, αισθάνομαι ότι, έφυγε όλο το βάρος! Μόλις δε άρχισα ν’ ανεβαίνω τα απότομα σκαλιά, πίστεψέ με, αισθανόμουν σαν κάποιος από πίσω να με έσπρωχνε! Τότε, ανέβαινα σχεδόν τρεχάτος τα σκαλιά λέγοντας συγχρόνως και την Ευχήν: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ, Ελέησόν με!».
Διά να διανύση την απόστασιν από τον αρσανάν μέχρι τα καλυβάκια μας, ένα φορτωμένο μουλάρι, χρειάζεται περίπου δύο ώρες. Σας διαβεβαιώνω ότι, σε ολιγώτερο από μία ώρα ανέβηκα φορτωμένος με πενήντα οκάδες λάδι εις την πλάτη!
Μόλις έφθασα, συνάντησα τον Γέροντα και του λέω:
«Γέροντα, Θαύμα μέγα! Τό και τό...».
Και τότε δεν συγκρατήθηκε ο Γέροντας. Αφού μ’ έσφιξε στην αγκαλιά Του, μου λέγει:
«Αυτό, παιδί μου, είναι ο καρπός της τελείας υπακοής! Θέλεις όμως να σου πώ κι εγώ; Από την ώρα πού κατέβηκες μέχρι και τώρα, με ασταμάτητα δάκρυα, σού τραβούσα κομποσκοίνι»!!!>!!!
Γέρων Χαράλαμπος Διονυσιάτης (1910-2001).
Πηγή: «Παπά-Χαράλαμπος Διονυσιάτης, ο απλοϊκός ηγούμενος και διδάσκαλος της νοεράς προσευχής», Ιωσήφ Μ.Δ. Σελ.85