Τέσσερις φίλοι συμφώνησαν να
ασκητεύσουν. Οι τρείς ησύχαζαν και ο
τέταρτος ανέλαβε να τους υπηρετεί. Έδινε τα εργόχειρά τους στην αγορά του
γειτονικού χωριού κι ανέβαζε στο ησυχαστήριο τα αναγκαία τρόφιμα. Ύστερα από λίγα χρόνια πέθαναν οι δύο και
έμειναν μόνοι ο διακονητής κι ένας από τους ησυχαστές.
Κάποτε ο διακονητής, που ήταν
νέος σε ηλικία, εκεί στο χωριό που κατέβαινε, βρέθηκε σε πειρασμό και έπεσε σε
μεγάλη αμαρτία.