Ήταν μόλις δέκα χρονών παιδί ο Ανδρέας, αλλά είχε
γνωρίσει κιόλας τις στενοχώριες της ζωής. Στα τέσσερά του είχε χάσει τη μανούλα
του και πριν λίγο καιρό και τον πατέρα του. Έτσι ο Ανδρέας, με τον μικρό του
αδελφό, τον Νώτη, έμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους. Καλά που βρέθηκε η θεία
τους η Σταυρούλα, η αδελφή της μάνας τους, και τα περιμάζεψε. Φτωχή όμως κι αυτή,
εργάτρια σ' ένα ταπητουργείο, πού να χορτάσει ψωμί τα ορφανά!
Μιά ημέρα ο Ανδρέας, που ήταν παιδί πολύ
στοχαστικό, είπε στην θεία του ότι, θα σταματήσει το σχολείο γιά να δουλέψει. «Ποιός
θα σε πάρει στην δουλειά του μιά στάλα παιδί;», αναρωτήθηκε η θεία. Μα ο
Ανδρέας επέμενε και έγινε… έμπορος. Πουλούσε σπίρτα στον δρόμο, στα καφενεία,
όπου βρισκόταν. Μιά μέρα πλησίασε έναν κύριο, την ώρα που έβγαινε από ένα
μεγάλο κατάστημα. «Πάρτε, κύριε, ένα κουτάκι σπίρτα» , του είπε ευγενικά. Ο
κύριος γύρισε και είδε το παιδί με συμπόνoια. Δεν έμοιαζε με τα χαμίνια του
δρόμου. Έψαξε γιά ψιλά αλλά δεν βρήκε. Στο πορτοφόλι του είχε μόνο κατοστάρικα.
«Δώστε μου, κύριε, το κατοστάρικο κι εγώ θα βρω να το χαλάσω. Θα τρέξω γρήγορα και
θα σας φέρω τα ρέστα», είπε ο Ανδρέας.