Κάποτε, σ’ ένα χωριό, ήταν μιά γιαγιά, που κάθε πρωΐ έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα γιά τη φωτιά της, και χορταράκια γιά να φάει. Μία ημέρα, καθώς εγύριζε από το δάσος, φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον Χάροντα.
«Γειά και χαρά σου, Χάροντα», του λέει η γιαγιά ατάραχη, «γιά πού το έβαλες;».
«Γιά του λόγου σου...», της απαντά ο Χάροντας. «Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω...».
«Να πάω σπίτι πρώτα, να ξεφορτώσω και να ετοιμασθώ γιά το ταξίδι. Αλλά, γιά να ‘χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ;», του λέει η γιαγιά.
«Όπως θέλεις εσύ», απαντάει ο Χάροντας.
Τότε η γιαγιά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα. Ύστερα, έπιασε να ζυμώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια γιά συγχώρεση. Ύστερα, έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά και τα χόρτα.
Τότε ξαναπαρουσιάζεται o Χάροντας και την ερωτάει:
«Ε, ετοιμάσθηκες θειά;».
«Περιμένω να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε. Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου;».
«Μα… Δεν μου έχεις κακία θειά, που θα σου πάρω την ψυχή;».