Κάποτε, είδε κάποιος Γέροντας, από μακρινή απόσταση, έναν κλέφτη, που παραβίαζε την πόρτα του κελλιού του. Ήταν ο ίδιος, μάλιστα, που τον είχε κλέψει και μία προηγούμενη χρονιά… Μέριασε ο Γέροντας, και κρύφθηκε στην μάνδρα, ώσπου ο κλέφτης τελείωσε το έργο του και έφυγε ανενόχλητος.
Ο γέροντας, διηγήθηκε στον υποτακτικό του, ο οποίος απουσίαζε την στιγμή της κλοπής, τί συνέβη και γιατί έλειπαν τα πράγματά τους.
Εκείνος τότε θυμωμένος τού επιτέθηκε λεκτικά, ως εξής:
«Γιατί γέροντα δεν ήλθες να με καλέσεις, να τον πιάσουμε; Ο ίδιος μας έκλεψε και πέρυσι και μένει αμετανόητος…».