Κάποτε, είδε κάποιος Γέροντας, από μακρινή απόσταση, έναν κλέφτη, που παραβίαζε την πόρτα του κελλιού του. Ήταν ο ίδιος, μάλιστα, που τον είχε κλέψει και μία προηγούμενη χρονιά… Μέριασε ο Γέροντας, και κρύφθηκε στην μάνδρα, ώσπου ο κλέφτης τελείωσε το έργο του και έφυγε ανενόχλητος.
Ο γέροντας, διηγήθηκε στον υποτακτικό του, ο οποίος απουσίαζε την στιγμή της κλοπής, τί συνέβη και γιατί έλειπαν τα πράγματά τους.
Εκείνος τότε θυμωμένος τού επιτέθηκε λεκτικά, ως εξής:
«Γιατί γέροντα δεν ήλθες να με καλέσεις, να τον πιάσουμε; Ο ίδιος μας έκλεψε και πέρυσι και μένει αμετανόητος…».
«Πού ξέρεις παιδί μου,», του απάντησε ο Γέροντας, «ίσως φέτος μετανοήσει!».
«Και αν το ξανακάνει;», ερώτησε ο υποτακτικός.
«Ε, τότε πρέπει παιδί μου να τρέξω…, γιά να προλάβω να του ανοίξω την πόρτα και να του δώσω εγώ όλα τα πράγματά μας, γιά να μην ξανακλέψει και κολάσει γιά τρίτη φορά την ψυχή του», απάντησε ο διακριτικός και σοφός γέροντας της πραγματικής συγχωρητικότητος και αγάπης!!!
Γεροντικό