Ένας νεαρός και ευσεβής άρχοντας της Γεωργίας, ο Ευάγριος,
βγήκε μιά ημέρα γιά κυνήγι με μερικούς φίλους του. Περνώντας από το Μγβίμε (στα
Γεωργιανά σημαίνει σπήλαιο) στάθηκε να ξαποστάσει, ενώ οι σύντροφοί του
ξεμάκρυναν, αναζητώντας αχνάρια θηραμάτων.
Ξαφνικά, βλέπει ένα περιστέρι να πετάει προς την
βορεινή πλευρά της χαράδρας, έχοντας στο ράμφος του ένα ψωμάκι, και να χώνεται
σε μιά σπηλιά. Σχεδόν αμέσως ξαναβγήκε, χωρίς το ψωμί αυτή τη φορά, και χάθηκε.
Το βράδυ, μετά το κυνήγι, ο Ευάγριος γύρισε στο
σπίτι του συλλογισμένος. Εκείνο το περιστέρι δεν έφευγε από τον νου του. Έτσι, την
άλλη μέρα, κίνησε μόνος του γιά τον ίδιο τόπο. Με έκπληξη, είδε ξανά το
περιστέρι. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, εκείνο μπήκε στην σπηλιά με το
ψωμάκι στο ράμφος και βγήκε χωρίς αυτό.
Ο Ευάγριος αποφάσισε τότε να μπει στην σπηλιά και
τα έχασε, όταν αντίκρυσε ένα σκελετωμένο άνθρωπο, που προσευχόταν γονατιστός, με
τα χέρια υψωμένα στον Ουρανό. Ήταν ο Όσιος Σίω ο Σπηλαιώτης, που ασκήτευε εκεί.