Ήταν ένας γέροντας ασκητής και είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει, ώστε να γίνουν καλοί μοναχοί. Είχε όμως την ανησυχία, αν όντως προχωρούσαν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν ήταν άξιοι γιά την Βασιλεία του Θεού. Περίμενε, έτσι, ένα σημάδι, μία απάντηση στο ερώτημα του από τον Θεόν, αλλά δεν έπαιρνε καμμία απάντηση...
Κάποια ημέρα, θα γινόταν αγρυπνία στην Εκκλησία μίας άλλης Σκήτεως, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε, λοιπόν, τους δύο υποτακτικούς του, από το πρωΐ, ώστε να φθάσουν νωρίς και να βοηθήσουν τους πατέρες της Σκήτεως να τακτοποιήσουν την Εκκλησία και ο Γέροντας θα επήγαινε το απόγευμα.
Οι υποτακτικοί ξεκίνησαν την πορεία τους. Είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια.
«Πάρτε με, σας παρακαλώ», τους είπε, «εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιός θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δύο, βοηθήστε με, σας παρακαλώ…».
«Δεν μπορούμε…» του απήντησαν, «βιαζόμασθε γιά την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή από τον γέροντα μας, να βοηθήσουμε τους πατέρες στην Σκήτη».
«Πάρτε με σας παρακαλώ μαζί σας, εάν με αφήσετε εδώ θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία», τους ξαναείπε.