Κάποτε, μία καλιακούδα παρακολουθούσε τα περιστέρια, που έμεναν σε κάποιον κοντινό περιστερώνα και διαπίστωσε ότι έτρωγαν έπιναν και ζούσαν πλούσια! Μιά και δυό, λοιπόν, βάφτηκε και η ίδια άσπρη και πήγε να ανακατευθή μαζί τους, θαρρώντας πως έτσι θα περνάει και αυτή το ίδιο πλουσιοπάροχα. Και όσο κρατούσε το στόμα της κλειστό, τα περιστέρια ενόμιζαν πως είναι και αυτή δικιά τους και την δεχόντουσαν. Μία ημέρα, όμως, ξεχάσθηκε η καλιακούδα και έβγαλε ένα κρώξιμο και τότε τα περιστέρια, αμέσως την αναγνώρισαν και την πέταξαν έξω.