<< Εγνώριζα δύο γεωργούς, από την Ήπειρο.
Ο ένας ήταν οικογενειάρχης και είχε ένα-δύο χωραφάκια και εμπιστευόταν τα πάντα στον Θεό. Εργαζόταν όσο μπορούσε, χωρίς άγχος.
«Θα κάνω ό,τι προλάβω», έλεγε.
Μερικές φορές, άλλα δεμάτια σάπιζαν από την βροχή, γιατί δεν προλάβαινε να τα μαζέψει, άλλα του τα σκόρπιζε ο αέρας και όμως γιά όλα έλεγε:
«Δόξα Σοι ο Θεός!».
Και όλα του πήγαιναν καλά!
Ο άλλος γεωργός, είχε πολλά κτήματα, αγελάδες κ.λπ., αλλά δεν είχε παιδιά.