<<Ωνόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και ένα Παράδεισον εις το μέρος της Ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνη μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά Χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον Παράδεισον, να χαίρωνται ως Άγγελοι!
Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας:
«Εγώ, σας έκαμα ανθρώπους λαμπροτέρους από τον ήλιον. Σας έβαλα μέσα εις τον Παράδεισον, να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του Παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν Ποιητήν και Πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελίαν: Μόνον από μίαν "συκήν" να μη φάγητε "σύκα", μα να ηξεύρητε και αυτό, πως ανίσως παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε.
Και έτσι, τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον Παράδεισον και εχαίροντο ως Άγγελοι!
Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε· και τί κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι, άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει: