<<Ωνόμασεν ο Θεός τον άνδρα Αδάμ, την γυναίκα Εύαν. Έκαμε και ένα Παράδεισον εις το μέρος της Ανατολής όλον χαρά και ευφροσύνη μήτε κανένα λυπηρόν. Τους εστόλισε με τα επτά Χαρίσματα του Παναγίου Πνεύματος. Τους έβαλε μέσα εις τον Παράδεισον, να χαίρωνται ως Άγγελοι!
Λέγει ο Θεός του Αδάμ και της Εύας:
«Εγώ, σας έκαμα ανθρώπους λαμπροτέρους από τον ήλιον. Σας έβαλα μέσα εις τον Παράδεισον, να χαίρεσθε από όλα τα αγαθά του Παραδείσου. Μα διά να γνωρίζετε πως έχετε Θεόν Ποιητήν και Πλάστην σας, σας δίδω μίαν παραγγελίαν: Μόνον από μίαν "συκήν" να μη φάγητε "σύκα", μα να ηξεύρητε και αυτό, πως ανίσως παραβήτε την προσταγήν μου και φάγετε, θα αποθάνετε.
Και έτσι, τους άφησεν ο Θεός μέσα εις τον Παράδεισον και εχαίροντο ως Άγγελοι!
Και έτσι, αδελφοί μου, βλέπων ο μισόκαλος διάβολος την μεγάλην δόξαν οπού έλαβον ο Αδάμ και η Εύα από τον Θεόν, τους εφθόνησε· και τί κάμνει; Ηξεύροντας, ως πνεύμα πονηρόν οπού είναι ο διάβολος, πως ευκολώτερα απατάται η γυναίκα από τον άνδρα, εστοχάσθη ότι, άμα απατήση την γυναίκα, έπειτα με το μέσον της γυναικός εύκολα απατά και τον άνδρα. Και εμβαίνει εις ένα όφιν και πηγαίνει εις την Εύαν και της λέγει:
«Τί σας είπεν ο Θεός να κάμνετε εδώ εις τον Παράδεισον;»
Λέγει του η Εύα:
«Μας είπεν ο Θεός, να τρώγωμεν από όλα τα καλά του Παραδείσου, μόνον από μίαν "συκήν" να μη τρώγωμεν "σύκα", διότι όποιαν ημέραν παραβούμεν την προσταγήν του, θα αποθάνωμεν».
Απεκρίθη ο διάβολος και της λέγει:
«Δεν αποθνήσκετε, αλλ' ανίσως και φάγητε θα γενήτε όμοιοι με τον Θεόν, και διά τούτο σας εμπόδισε. Πάρε λοιπόν, φάγε συ πρώτον και παρακίνει και τον άνδρα σου να φάγητε, να γενήτε Θεοί».
Επήρεν η γυναίκα και έφαγεν, επαρακίνησε τον άνδρα της και έφαγε και εκείνος. Και καθώς έφαγον και οι δύο, παρευθύς εγυμνώθησαν από τα επτά Χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος και απέκτησαν μωρίαν και δειλίαν. Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιο του, ας είναι και Βασιλεύς, να ορίζει όλον τον κόσμον. Να προσέχετε, Χριστιανές μου γυναίκες, όσον είναι δυνατόν, να φυλάγετε τας Εντολάς του Θεού και να μη κάμνετε το θέλημα του διαβόλου, και αν τύχη και σφάλλετε ως άνθρωποι εις το κακόν, να μη παρακινήτε και τους άνδρας σας καθώς η Εύα. Ομοίως και οι άνδρες να μην ακούετε τας (κακάς) συμβουλάς των γυναικών καθώς και ο Αδάμ.
Θέλων ο Θεός να τους συγχωρήση και να τους αφήση εις τον Παράδεισον, εκαμώθη πως δεν ηξεύρει. Και λέγει ο Θεός του Αδάμ:
«Πώς δεν φαίνεσαι, ή που είναι η δόξα οπού είχες πρωτύτερα, οπού ήσο Άγγελος και τώρα εκατάντησες και έγινες ωσάν το μωρόν παιδίον;»
Απεκρίθη ο Αδάμ και λέγει:
«Εδώ είμαι Κύριε, μα ήκουσα οπού ήρχεσο και εφοβήθην και εκρύφθηκα».
Λέγει του ο Θεός:
«Διατί εφοβήθης και εκρύβης; Μήπως είμαι Εγώ φόβος; Μήπως έφαγες από τα "σύκα" οπού σου είπα να μη φάγης;».
Απεκρίθη ο Αδάμ υπερήφανα:
«Ναι, Κύριε, έφαγον, αλλά δεν πταίω εγώ, η γυναίκα οπού μου έδωσες, εκείνη με εγέλασε και έφαγον».
Λέγει ο Θεός του Αδάμ:
«Εγώ σου την έδωσα διά σύντροφον, και όχι να σε γελάση. Εγώ σου είπα να μη φάγης, διότι θ’ αποθάνης, έπρεπε να φυλάξης τον ιδικόν μου λόγον και όχι της γυναικός. Μα καλά, έφαγες, ηπατήθης τί το δύσκολον είναι να ειπείς: “Έσφαλα, Θεέ μου, ήμαρτον”; Να σε συγχωρήσω, να σε αφήσω πάλιν εις τον Παράδεισον, αλλά εσύ κατηγορών την γυναίκα, Εμένα κατηγορείς, διότι Εγώ έκαμα την γυναίκα».
Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα να κατηγορώμεν τον άλλον; Λοιπόν, αν θέλωμεν να σωθώμεν, του λόγου μας πάντοτε να κατηγορώμεν, και όχι να ρίχνωμεν τα σφάλματά μας επάνω εις τον άλλον.
Έπειτα λέγει ο Πανάγαθος Θεός εις την Εύαν:
«Διατί έφαγες από τα "σύκα", οπού σου είπα να μην φάγης;».
Απεκρίθη και αυτή υπερήφανα και λέγει:
«Ναι, Κύριε, έφαγον, μα δεν πταίω εγώ, ο όφις με εγέλασε».
Βλέπων ο Θεός την υπερηφάνειαν αυτών, τους έδιωξεν από τον Παράδεισον, και κατηράσθη τον Αδάμ, να εργάζεται εις την γην, και με τον ιδρώτα του προσώπου του, να τρώγη τον άρτον, και να κλαίη απαρηγόρητα, διά να τον ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να τον βάλη πάλιν εις τον Παράδεισον.
Εκατηράσθη και την γυναίκα, να είναι υποτεταγμένη εις τον άνδρα της, και να γεννά τα τέκνα της με κόπους και στεναγμούς και δάκρυα, να κλαίη απαρηγόρητα, διά να την ευσπλαγχνισθή ο Θεός, να την επαναφέρη εις τον Παράδεισον. Και βλέπετε φανερά, όταν γεννώσι τα ζώα, δεν έχουν τους πόνους οπού έχει η γυναίκα όταν γεννά, διότι δεν έχουν την κατάρα οπού έχει η γυνή.
Εκατηράσθη τον Αδάμ και την Εύαν και τους εξώρισεν από τον Παράδεισον, και έζησαν εννιακοσίους τριάντα χρόνους σε μαύρα και πικρά δάκρυα, και εγέννησαν τέκνα και τα τέκνα τους τέκνα και εγέμισεν όλος ο κόσμος και όλοι οι άνθρωποι είναι από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί. Μόνον η πίστις, μάς χωρίζει (π.χ. σε Χριστιανούς, Μουσουλμάνους, Βουδιστάς, Ινδουϊστάς)…>>!!
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)
«Διδαχαί και Προφητείαι του αγίου Κοσμά του Αιτωλού».