Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Ο ΑΠΛΟΥΣ ΚΑΙ ΕΛΕΗΜΩΝ, ΓΕΡΩΝ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ!!! (2/2)


                «Όπως αναφέραμε και εις την προηγουμένη ανάρτησί μας, από τις πολ­λές α­ρε­τές πού κο­σμού­σαν την α­πλή και κα­θα­ρή ψυ­χή του Η­γου­μέ­νου πα­πα–Χα­ρα­λάμ­που Δι­ο­νυ­σιά­του, ξε­χώ­ρι­ζε η Ε­ Λ Ε ­Η Μ Ο ­Σ Υ ­Ν Η.
                Δεν εί­χε ό­ρια!
                Τα έ­δι­νε ό­λα!
                Κα­νείς δεν έ­φευ­γε με ά­δεια χέ­ρια!
                Καμ­μί­α άλ­λη α­ρε­τή δεν ε­ξο­μοι­ώ­νει τό­σο τον άνθρω­πο με τον Θε­όν, ό­σο η ε­λε­η­μο­σύ­νη, κα­τά τον Ά­γιο Ιωάννη τον Χρυ­σό­στο­μο!

                Ακολουθούν με­ρι­κά επί πλέον πε­ρι­στα­τι­κά, που δείχνουν το μέ­γε­θος της ε­λε­η­μο­σύ­νης του πα­πά-Χα­ράλα­μ­που, πού στην επο­χή του δεν εί­χε ό­μοι­ό του! Θα του ά­ξι­ζε να χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ο “Νέ­ος Ε­λε­ή­μων”, σαν τον Ά­γιο Ι­ω­άν­νη τον Ε­λε­ή­μο­να!

«Όταν έ­γι­νε Η­γού­με­νος εις την Ιερά Μονή Δι­ο­νυ­σί­ου, εμοί­ρα­ζε ευ­λο­γί­ες σ’ ό­λους!

Έ­βλε­πες εις την πύ­λη του Μο­να­στη­ριού α­ρα­δι­α­σμέ­νες φιά­λες, μπε­τό­νια, ντα­μι­ζά­νες πού έ­φερ­ναν οι πα­τέ­ρες α­πό την έ­ρη­μο, τις ο­ποί­ες με εν­το­λή του, εγέ­μι­ζαν κρα­σί, ρα­κί, λά­δι και τις έ­δι­ναν ευ­λο­γί­α εις τους α­σκη­τές, μα­ζί με κη­πευ­τι­κά, ψω­μί και άλ­λα τρό­φι­μα!

 Το Μο­να­στή­ρι του Δι­ο­νυ­σί­ου, έ­χει έ­να Με­τό­χι εις την Χαλ­κι­δι­κή χι­λιά­δων στρεμ­μά­των δα­σι­κής εκτά­σεως. Ό­ταν του εζή­τη­σε γνω­στός του κληρικός, μί­α μι­κρή έ­κτα­σι γιά το Η­συ­χα­στή­ριό του, ο πα­πά-Χα­ρά­λαμ­πος ή­θε­λε, να του δώ­ση την μι­σή έκτασι! 

Ως Η­γού­με­νος, ελει­τουρ­γού­σε κά­θε μέ­ρα. Όταν διάφοροι του πρόσφεραν χρήματα γιά τις Θείες Λει­τουρ­γί­ες, δεν τα έ­βα­ζε στο τα­μεί­ο της Μο­νής, αλ­λά τα εμοί­ρα­ζε ε­λε­η­μο­σύ­νη! 

Ό­ταν περ­νού­σε πτω­χός με «παν­τα­χού­σα», ερω­τού­σε τον κά­θε Προ­ϊ­στά­με­νο πό­σα να του δώ­σουν. Έ­πει­τα ερω­τού­σε, πό­σο κά­νουν ό­λα μα­ζί α­θροι­σμέ­να αυ­τά πού πρό­τει­ναν οι προ­ϊ­στά­με­νοι και συμ­πλή­ρω­νε: “Και άλ­λα τό­σα α­πό εμέ­να!”!! 

Κά­πο­τε έ­βα­λε κα­νό­να σε κάποιο νέ­ο μοναχό, να κά­νη έ­ναν α­ριθ­μό με­τά­νοι­ες. Τού φάνη­καν πολ­λές του μοναχού... Τότε του λέει ο παπά-Χαράλαμπος: “Α­φη­σέ τις, θα τις κά­νω ε­γώ”. Τότε ο νέ­ος εφι­λο­τι­μή­θη και ύ­στε­ρα τις έ­κα­νε! 

Κά­πο­τε ευρέ­θη­κε εις το Κο­νά­κι της Μονής εις την Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ε­κεί­νη την η­μέ­ρα εί­χε, ε­κεί κον­τά, λα­ϊ­κή α­γο­ρά. Επήγε, λοιπόν, με τον μο­να­χό πού τον συ­νώ­δευ­ε εις τον κά­θε μι­κρο­πω­λη­τή, και α­πό την ε­λε­ή­μο­να δι­ά­θε­σί του, α­γό­ρα­ζε κά­τι γιά να τους βο­η­θή­ση! Α­πό την  με­γά­λη του απλό­τη­τα, ό­ταν επέ­ρα­σε μπρο­στά α­πό κά­ποι­ον πού που­λού­σε γυ­ναι­κεί­α καλ­λυν­τι­κά, χωρίς να γνωρίζη τί είναι αυτά, α­γό­ρα­σε και α­πό ε­κεί κά­τι, ε­νώ το κα­λο­γέ­ρι τού έ­λε­γε, να μην πά­ρουν, διά να μην σκαν­δα­λί­σουν...»!!!