" Ο δρόμος ήταν γεμάτος με καταστήματα παιγχνιδιών. Το παιδάκι που κρατούσε ο πατέρας από το χέρι, τσίριζε αδιάκοπα, παρ’ όλο που μόλις πριν λίγο του είχε αγοράσει παιγχνίδι. Φαίνεται πως ήθελε και κάτι άλλο. Και έκλαιγε και τσίριζε και τράβαγε τον πατέρα του προς τα κει που ήθελε αυτό.
Εκείνος, διατηρώντας την ψυχραιμία του, ψιθύριζε σιγανά και ευγενικά:
«Ήρεμα, Αντωνάκη... Μη θυμώνεις, Αντωνάκη... Συγκρατήσου, Αντωνάκη…»!
Η κυρία που ερχόταν πίσω τους, αγανάκτησε με το κακομαθημένο παιδί. Και παράλληλα θαύμασε τον πατέρα γιά την αυτοσυγκράτησή του! Θέλησε μάλιστα να τον ενθαρρύνει, λέγοντάς του: