<<Κατά το έτος 1924, στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθήμενος εις το κελλίον μου και μελετών, άκουσα γοερές κραυγές. Σκύβοντας από το παράθυρό μου, είδα στο προαύλιο της Μονής ένα νέο, «φορτωμένο» πάνω σε ένα γαϊδουράκι. Τον βάσταζαν δύο άνθρωποι, οι οποίοι αφού τον κατέβασαν από το υποζύγιο, κρατώντας τον από τα χέρια, τον ωδήγησαν προς τον Iερό Nαό της Μονής. Κατέβηκα και εγώ στην Εκκλησία, γιά να πληροφορηθώ τί συμβαίνει.
Είδα το παιδί αυτό, πεσμένο στην πόρτα του Ναού, εντελώς παραμορφωμένο στο πρόσωπο... Όλο του το σώμα, χέρια, πόδια, στόμα, μύτη, είχαν στρεβλωθή, σε μία αλλόκοτη, τερατώδη και δαιμονική έκφραση. Διαπίστωσα επίσης ότι, ήταν και τυφλό...
Αυτοί που τον συνόδευαν, μπήκαν μέσα και προσκύνησαν τις Εικόνες. Ήταν, όπως έμαθα, ο πατέρας του και ένας ξάδελφός του. Ξαφνικά βλέπω αυτόν τον νεαρό, να σέρνεται σαν φίδι μέσα στην Εκκλησία και αφού έφθασε στην μέση, γονατιστός, στάθηκε μπροστά στις Άγιες Εικόνες και άρχισε να βλασφημάει. Τον επλησίασα αγανακτησμένος γιά την ασέβειά του και χαστουκίζοντάς τον δυνατά, του είπα: