Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΤΑ ΤΡΟΜΕΡΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ, ΤΟΥ ΦΟΒΕΡΟΥ ΠΑΘΟΥΣ ΤΗΣ ΒΛΑΣΦΗΜΙΑΣ...

<<Κατά το έτος 1924, στην αρχή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθήμενος εις το κελλίον μου και μελετών, άκουσα γοερές κραυγές. Σκύβοντας από το παράθυρό μου, είδα στο προαύλιο της Μονής ένα νέο, «φορτωμένο» πάνω σε ένα  γαϊδουράκι. Τον  βάσταζαν  δύο  άνθρωποι, οι  οποίοι  αφού  τον κατέβασαν από το υποζύγιο, κρατώντας τον από τα χέρια, τον ωδήγησαν προς τον Iερό Nαό της Μονής. Κατέβηκα και εγώ στην Εκκλησία, γιά να πληροφορηθώ τί συμβαίνει.

Είδα το παιδί αυτό, πεσμένο στην πόρτα του Ναού, εντελώς παραμορφωμένο στο πρόσωπο... Όλο του το σώμα, χέρια, πόδια, στόμα, μύτη,  είχαν  στρεβλωθή,  σε  μία  αλλόκοτη,  τερατώδη  και  δαιμονική έκφραση. Διαπίστωσα επίσης ότι, ήταν και τυφλό...

Αυτοί  που  τον  συνόδευαν,  μπήκαν  μέσα  και  προσκύνησαν  τις Εικόνες. Ήταν, όπως έμαθα, ο πατέρας του και ένας ξάδελφός του. Ξαφνικά βλέπω αυτόν τον νεαρό, να σέρνεται σαν φίδι μέσα στην Εκκλησία και αφού έφθασε στην μέση, γονατιστός, στάθηκε μπροστά στις Άγιες Εικόνες και άρχισε να βλασφημάει. Τον επλησίασα αγανακτησμένος γιά την ασέβειά του και χαστουκίζοντάς τον δυνατά, του είπα:

«Ασεβέστατε! Και μέσα στην Εκκλησία τολμάς να βλασφημάς τον Θεόν;».

Μαζεύτηκε και είπε:

«Κύριε ελέησον».

Ερώτησα τον πατέρα του πώς το έπαθε, και μου είπε:

«Ο Γιώργος, από μικρό παιδί βλασφημούσε… Εχθές το πρωΐ, εκεί που βοσκούσε τα πρόβατα, του φύγανε κάποια και μπήκαν σ’ ένα σπαρμένο χωράφι. Αυτός, έτρεξε να τα μαζέψει, βλασφημώντας όμως την Παναγία μας, χωρίς σταματημό. Ενώ επλησίαζε στο χωράφι, έπεσε κάτω, τυφλώθηκε και παραμορφώθηκε η όψη του. Οπότε, τον εφέραμε εδώ, στο Μοναστήρι, γιά  να  του  κάνετε  αγιασμό,  παρακλήσεις  και  ό,τι  άλλο χρειάζεται».

Του κάναμε πράγματι όλα τα απαραίτητα, επίσης του διαβάσαμε και εξορκισμούς, αλλά αυτός ο βέβηλος δεν σταμάτησε να βλασφημάει. Μετά από λίγες ημέρες, με φώναξε ο μοναχός που είχε ως διακόνημα να περιποιείται και να επιβλέπει τον Γιώργο, και μου λέει:

«Γέροντα, έλα να δεις τον πάσχοντα. Του κόπηκε η γλώσσα και δεν μπορεί ούτε νερό να πιεί...».

Επήγα και έφριξα με ό,τι είδα... Η γλώσσα του, αυτή που συνεχώς βλασφημούσε, ήταν κομμένη και ξεριζωμένη…

Τις επόμενες ημέρες, επήγα στην Νάξο, γιά κάποιες υποχρεώσεις της Μονής. Στο γυρισμό, οι πατέρες, έτρεξαν να με ενημερώσουν γιά τον νεαρό Γιώργο:

«Γέροντα πέθανε, εδώ και δύο ημέρες. Ο πατέρας του έχει πάει στο χωριό γιά να φέρει καθαρά ρούχα γιά την ταφή. Την νύχτα του θανάτου του, ακούγαμε στο Μοναστήρι χορούς, φασαρίες, τραγούδια και φωνές που έλεγαν: “Είσαι δικός μας τώρα...”. Ξυπνήσαμε όλοι, νομίζοντας ότι τραγουδούσαν και χόρευαν οι εργάτες της Μονής. Ο πατήρ Σάββας μάλιστα, επήρε και το ραβδί του γιά να τους διώξει. Ανοίγοντας όμως την πόρτα, τρείς η ώρα την νύχτα, άκουσε φωνές στο σκοτάδι  που  έλεγαν  δυνατά: “Γιώργο… Γιώργο… Έλα  εδώ,  που  πας  να φύγεις. Είσαι δικός μας τώρα...”. Μόλις παύσανε αυτές οι φωνές, ακούσθηκαν άλλες, από την απέναντι πλευρά: “Βρε, ελάτε εδώ, μην φοβάσθε, τον επήραμε εμείς τον Γιώργο”. Ο πατήρ Σάββας έντρομος τότε, από τις φωνές των δαιμόνων οι οποίοι τραβούσαν μαζί τους την ψυχή του βλάσφημου,  άρχισε  να  προσεύχεται  στον  Χριστό  και  στην  Παναγία ζητώντας βοήθεια. Αμέσως σταμάτησαν οι φωνές και οι δαίμονες έγιναν άφαντοι... Μετά από λίγο, κατέβηκε στο δωμάτιο του Γιώργου, τον ευρήκε νεκρό και ριγμένο κάτω... Φόβος και τρόμος μας κατέλαβε όλους...» >>.

 

Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος (1884-1980)