Ο ιερέας μόλις είχε τελειώσει το έργο του στην Εκκλησία. Είχε βραδιάσει πια και η βροχή έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού. Μπήκε στο αμαξάκι του και πήρε τον δρόμο γιά το σπιτικό του. Ήταν πολύ κουρασμένος, σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Όλη την ημέρα, άκουγε τα προβλήματα του κόσμου, προσπαθώντας να καθοδηγήσει, χωρίς να αποκάμει ο ίδιος, με αυτά που άκουγε, δίνοντας συγχρόνως συγχώρηση και ελπίδα.
Καθώς είχε διασχίσει σχεδόν την μισή διαδρομή γιά το σπίτι του, ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά από ένα ψητοπωλείο. Κατέβηκε και με δύο τρία γρήγορα βήματα μπήκε στο κατάστημα. Τα γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τα έβγαλε και τα σκούπισε με το εσώρασό του. Στο κατάστημα δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Δύο κοπέλες πίσω από τον γκισέ και ένας νεαρός ο οποίος μάλλον, πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια.
«Θα ήθελα παρακαλώ, δύο σουβλάκια με γύρο και δύο με καλαμάκι», είπε ο ιερέας.