Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

ΠΡΟΣΟΧΗ, ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΙΠΟΛΑΙΟΥΣ ΚΡΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΚΡΙΣΕΙΣ.

Ο ιερέας μόλις είχε τελειώσει το έργο του στην Εκκλησία. Είχε βραδιάσει πια και η βροχή έκανε τους δρόμους να γυαλίζουν στο φως του φεγγαριού. Μπήκε στο αμαξάκι του και πήρε τον δρόμο γιά το σπιτικό του. Ήταν πολύ κουρασμένος, σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Όλη την ημέρα, άκουγε τα προβλήματα του κόσμου, προσπαθώντας να καθοδηγήσει, χωρίς να αποκάμει ο ίδιος, με αυτά που άκουγε, δίνοντας συγχρόνως συγχώρηση και ελπίδα.
Καθώς είχε διασχίσει σχεδόν την μισή διαδρομή γιά το σπίτι του, ξαφνικά πάτησε φρένο μπροστά από ένα ψητοπωλείο. Κατέβηκε και με δύο τρία γρήγορα βήματα μπήκε στο κατάστημα. Τα γυαλιά μυωπίας του θόλωσαν. Τα έβγαλε και τα σκούπισε με το εσώρασό του. Στο κατάστημα δεν υπήρχε άλλος πελάτης. Δύο κοπέλες πίσω από τον γκισέ και ένας νεαρός ο οποίος μάλλον, πήγαινε τις παραγγελίες στα σπίτια.
«Θα ήθελα παρακαλώ, δύο σουβλάκια με γύρο και δύο με καλαμάκι», είπε ο ιερέας.

Οι δύο κοπέλες κοιτάχθηκαν στα μάτια, με διάθεση να αστειευθούν.
Ο ιερέας κατευθύνθηκε προς το ψυγείο με τα αναψυκτικά και πήρε δύο. Τα τοποθέτησε δίπλα στην ταμειακή μηχανή. Αυτά που ζήτησε ήταν έτοιμα.
«Τί οφείλω παρακαλώ;», ερώτησε την κοπέλα στο ταμείο.
Αντί όμως γιά την τιμή της παραγγελίας ο ιερέας δέχθηκε μία ερώτηση:
«Πάτερ, γνωρίζετε τί ημέρα είναι σήμερα;».
Ο ιερέας παραξενεμένος ερώτησε την κοπέλα:
«Τί ημέρα είναι...;».
«Είναι Παρασκευή πάτερ... Σήμερα, δεν είναι ημέρα νηστείας;».
Ο ιερέας χαμήλωσε το κεφάλι του. Έβγαλε από το πορτοφόλι του το ποσό που είδε να αναγράφεται στην ταμειακή και είπε στην ταμία:
«Κρατήστε τα ρέστα... Παρακαλώ να προσεύχεσθε γιά μένα» και βγήκε βιαστικά από το κατάστημα.
Η κοπέλα γεμάτη ικανοποίηση γιά την εύστοχη παρατήρηση που έκανε, διεπίστωσε ότι ο ιερέας βγαίνοντας από το μαγαζί, δεν μπήκε στο αυτοκίνητο του, αλλά κατευθύνθηκε, πεζός μέσα στην βροχή, στο σοκάκι προς την αντίθετη πλευρά.
«Μα που πάει...;» είπε κοιτώντας την άλλη κοπέλα και βγήκε έξω παρατηρώντας τον ιερέα.

Ο ιερέας κατευθύνθηκε στους απέναντι κάδους των σκουπιδιών.
Η βροχή άρχισε να δυναμώνει…
«Αδελφέ, μπορώ να σε απασχολήσω», ήταν τα λόγια του ιερέως προς κάποιον άνδρα, ο οποίος έψαχνε μέσα στα σκουπίδια. Ο άνδρας σταμάτησε την αναζήτηση και πλησίασε τον ιερέα. Ο ιερέας τότε, του πρόσφερε την σακούλα με τα σουβλάκια. Ο άνδρας δεν πήρε την σακούλα, αλλά κοιτούσε με απορία τον ιερέα… Μέχρι που ένα μικρό παιδάκι, μάλλον ο γιός του, το οποίο είχε έλθη και στεκόταν δίπλα του, άπλωσε τα μικρά και αδύνατα χεράκια του και πήρε την σακούλα με χαρά.
Ο ιερέας μ’ ένα νεύμα συγκαταβάσεως γύρισε και κατευθύνθηκε προς το αυτοκινητάκι του. Η ταμίας σαστισμένη, παρακολουθώντας την σκηνή, πλησίασε τον ιερέα ψελλίζοντας:
«Πάτερ…, συγγνώμη...».
Δεν πρόλαβε όμως να ολοκληρώσει. Ο ιερέας της έπιασε τα χέρια και είπε:
«Μην στενοχωριέσαι κόρη μου... Να εύχεσαι γιά ᾽μένα. Καλό σου βράδυ».
Τα μάτια της κοπέλας βούρκωσαν... Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και αναμίχθηκαν με τις σταγόνες της βροχής. Το αυτοκινητάκι του ιερέα χανόταν μέσα στο σκοτάδι και αυτή συνέχισε να ψελλίζει:
«Πάτερ, συγνώμη…, συγγνώμη…»!!!