<<Μιά φορά, ερώτησα τον γέροντα Χαράλαμπο:
«Γέροντα, όταν έφυγες από τον κόσμο και ήλθες στο Άγιο Όρος, τί σου στοίχισε περισσότερο;».
Και απάντησε ο γέροντας ως εξής:
«Αγαπούσα όλους τους δικούς μου και προ πάντων τα ορφανά αδελφάκια μου. Όμως, στην μητέρα μου είχα μία ιδιαίτερη αδυναμία. Ήταν πραγματικά αγία ψυχούλα, μιά ζωή ζήσαμε μαζί, με έπλενε, με σιδέρωνε, με περιποιόταν…
Κάποτε, γιά να με πολεμήση ο πειρασμός την έφερνε στην μνήμη μου. Ο πόθος της μάνας πήγαινε να μου φάει τα σπλάγχνα... Αφού λοιπόν ευρήκε ο σατανάς τρόπο να με βασανίζει, τί έκανα: Σκέφθηκα ότι, όσοι αρνηθήκαμε την μάνα μας, στο εξής έχουμε Μητέρα την Παναγία μας! Λοιπόν, πέφτω κάτω στο έδαφος με φωνές και κλάματα, λέγοντας:
«Παναγία μου, τρέξε σε παρακαλώ. Σβήσε τον πόθο της μάνας μου. Εσύ είσαι πιά Μανούλα μου. Δεν θέλω σαρκική μάνα. Εσένα και μόνο Εσένα θέλω! Βοήθησέ με!»!
Λέγοντας αυτά με όλη μου την ψυχή, μιά πύρινη φλόγα με αγκάλιασε αισθητά και συγχρόνως εισήλθε μέσα μου μιά τόσο φλογερή αγάπη προς την Παναγία μας, ώστε όχι μάνα εξέχασα, αλλά έσβησαν και όλες οι άλλες γενικά επιθυμίες, και μόνο την Παναγία εσκεπτόμουν. Σαν να ζης και να αισθάνεσαι μέσα σου, ένα γλυκύτατο Παράδεισο! Άλλο τίποτε δεν έλεγα εκείνη την ώρα, παρά μόνο: