Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

ΜΥΘΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑΝ, ΜΕ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΝ ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ!

 

Πριν από πολλά χρόνια, στην Ιαπωνία των πολλών μυστηρίων, ζούσαν δύο βάτραχοι. Ο ένας έφτιαξε το σπίτι του στην παραλία, κοντά στην πόλη Οσάκα. Ο άλλος κατοικούσε σε ένα μικρό χείμαρρο, που περνούσε μέσα από την πόλη Κιότο. Αφού τους χώριζε τόση μεγάλη απόσταση, δεν είχαν δει ποτέ ο ένας τον άλλο. Όμως, τους ήλθε ταυτόχρονα η ίδια ιδέα, να δουν τον κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, ο βάτραχος που ζούσε στο Κιότο, θέλησε να επισκεφθή την Οσάκα, που κάτι είχε ακούσει γι’αυτήν από τον φίλο του τον σπουργίτη, ενώ ο βάτραχος που ζούσε στην Οσάκα, επιθυμούσε να πάει στο Κιότο, γιά το οποίο τόσα του είχε πει ο κυρ-περιστέρης.

Οπότε, ένα ωραίο πρωϊνό, με καιρό ταξιδιάρικο, ξεκίνησαν και οι δύο ταυτόχρονα το ταξίδι τους, ο ένας γιά το Κιότο και ο άλλος γιά την Οσάκα. Το ταξίδι ήταν πολύ πιο κουραστικό από ό,τι περίμεναν, διότι στη μέση των δύο πόλεων υψωνόταν ένα βουνό, το οποίο έπρεπε να ανέβουν. Τους πήρε πολύ ώρα, με πολλά μεγάλα άλματα, γιά να φθάσουν στην κορυφή, και όταν έφθασαν ξαφνιάσθηκαν, όταν τελικά είδε ο ένας βάτραχος τον άλλον!

Σαστισμένοι άρχισαν να συζητούν, εξηγώντας το πώς ευρέθηκαν και οι δυό τόσο μακριά από τα σπίτια τους. Χάρηκαν, σαν ανακάλυψαν ότι και οι δύο έκαναν την ίδια ευχή, να μάθουν λίγο παραπάνω γιά την Χώρα τους, να δουν λίγο παραπάνω από τον αχανή κόσμο, και αφού δεν υπήρχε λόγος βιασύνης, ξάπλωσαν σε ένα δροσερό μέρος και συμφώνησαν να ξεκουρασθούν, λίγο πριν χωρισθούν οι δρόμοι τους.

«Τι κρίμα που δεν είμαστε ψηλότεροι», είπε ο βάτραχος από την Οσάκα, «γιατί τότε θα μπορούσαμε να δούμε και τις δύο πόλεις από εδώ και θα αποφασίζαμε αν αξίζει τον κόπο να τις επισκεφθούμε».

«Μα αυτό μπορούμε να το λύσουμε εύκολα», του απάντησε ο βάτραχος από το Κιότο. «Αρκεί να σταθούμε στα πίσω πόδια μας και να κρατήσουμε ο ένας τον άλλο, και τότε θα μπορεί ο καθένας να δει την πόλη προς την οποία ταξιδεύει».

Αυτή η ιδέα άρεσε τόσο πολύ στο βάτραχο από την Οσάκα, που αμέσως σηκώθηκε και στερεώθηκε στους ώμους του φίλου του, το ίδιο έκανε και ο άλλος βάτραχος. Εκεί στέκονταν και οι δυό τους, προσπαθώντας να τεντωθούν όσο πιο ψηλά μπορούσαν και κρατούσαν ο ένας τον άλλο σφιχτά, γιά να μην πέσουν κάτω. Ο βάτραχος από το Κιότο έστρεψε τη μύτη του προς την Οσάκα και ο βάτραχος από την Οσάκα έστρεψε την μύτη του προς το Κιότο. Αλλά τα αθώα πλάσματα ξέχασαν ότι, τα μάτια τους ήταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού τους. Οπότε, σαν στέκονταν όρθιοι, αν και οι μύτες τους ήταν προς το μέρος που ήθελαν να πάνε, τα μάτια τους κοίταζαν τα μέρη από τα οποία είχαν έλθη.

«Ω, μα το Κιότο δείχνει ολόϊδιο με την Οσάκα», είπε ο βάτραχος από την Οσάκα. «Σίγουρα δεν αξίζει τόσο μεγάλο ταξίδι. Θα γυρίσω σπίτι μου».

«Αν γνώριζα ότι η Οσάκα ήταν απλά ένα αντίγραφο του Κιότο, δεν θα είχα ποτέ ταξιδέψει όλο αυτό το δρόμο», είπε ο βάτραχος από το Κιότο, και καθώς μιλούσε τράβηξε τα χέρια του από τους ώμους του φίλου του και έπεσαν και οι δύο κάτω.

Απογοητευμένοι, αποχαιρέτησαν ευγενικά ο ένας τον άλλον και ξεκίνησαν γιά το σπιτικό τους.

Από τότε, ό,τι κι αν άκουγαν από εκείνους που είχαν δει και τις δυο πόλεις, μέχρι το τέλος της ζωής τους, πίστευαν ότι η Οσάκα και το Κιότο (που είναι τόσο διαφορετικές), ήσαν ολόϊδιες.

 

Η ιστορία μάς προειδοποιεί, γιά το πώς οι προσδοκίες και οι εύκολα σφάλλουσες αισθήσεις μας μπορούν να μας απογοητεύσουν ή να μας παρασύρουν.