Κάποιος πτωχός, εκτύπησε την πόρτα μίας πλούσιας κατοικίας. Η κυρία του σπιτιού έστειλε την υπηρέτρια και άνοιξε την πόρτα. Ο πτωχός τότε, ζήτησε κάτι να φάει, γιατί πεινούσε...
Σε λίγο, η υπηρέτρια του έφερνε ένα πιάτο σούπα.
«Κάθισε εκεί», του λέει η υπηρέτρια και του έδειξε το πρώτο σκαλοπάτι της εξώπορτας.
Ο πτωχός εκοίταξε την πόρτα, που έκλεισε απότομα. Εκάθησε στο σκαλί. Δοκίμασε τη σούπα, ενώ μερικά δάκρυα έπεφταν σ' αυτήν. Δεν μπορούσε να φάει την σούπα. Κόμπιασε ο λαιμός του...
Σε λίγο, η υπηρέτρια του έφερνε ένα πιάτο σούπα.
«Κάθισε εκεί», του λέει η υπηρέτρια και του έδειξε το πρώτο σκαλοπάτι της εξώπορτας.
Ο πτωχός εκοίταξε την πόρτα, που έκλεισε απότομα. Εκάθησε στο σκαλί. Δοκίμασε τη σούπα, ενώ μερικά δάκρυα έπεφταν σ' αυτήν. Δεν μπορούσε να φάει την σούπα. Κόμπιασε ο λαιμός του...