Ζούσε στο Μαρούσι μία φτωχή οικογένεια, που δοκιμάσθηκε από αλλεπάλληλες συμφορές. Εκείνη την περίοδο είχε μείνει μόνον η χήρα μητέρα, μ’ ένα γιο, νέο παλικάρι, γύρω στα τριάντα. Το παιδί αυτό, ήταν η μόνη ανθρώπινη παρηγοριά γιά τη φτωχή και άρρωστη μητέρα.
Δυστυχώς, μιά νέα συμφορά ήλθε να χτυπήσει το φτωχό αυτό σπίτι. Ο γιος ευρέθηκε σε μιά παρέα. Ξεκίνησε κάποια διαφωνία, οι εγωισμοί και τα νεύρα τεντώθηκαν και το κακό δεν άργησε να γίνει. Το νέο παλληκάρι, πάνω στη συμπλοκή σκοτώθηκε. Ο δράστης συνελήφθη και κλείσθηκε στη φυλακή.
Ο πόνος γιά τη χαροκαμένη μάνα αβάσταχτος. Ξαφνικά έμεινε μόνη, χωρίς καμμιά ανθρώπινη παρουσία. Σε λίγο πήρε το δρόμο γιά τη Νερατζιώτισσα, να αποθέσει το δράμα της στον π.Αθανάσιο Χαμακιώτη.
Ο Γέροντας άκουσε τον πόνο της, έκλαψε μαζί της, στάλαξε το βάλσαμο της ουράνιας παρηγοριάς στην καρδιά της και προχώρησε πιο πέρα. Έμεινε γιά λίγο σκεπτικός. Πόνεσε όχι μόνον το θύμα, αλλά και τον θύτη που ευρισκόταν στη φυλακή.