Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

ΕΚ ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΣΤΩΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΝ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΑΣΚΗΤΑΣ!!!

 

Ήταν ένας γέροντας ασκητής και είχε δύο υποτακτικούς. Προσπαθούσε πολύ να τους ωφελήσει, ώστε να γίνουν καλοί μοναχοί. Είχε όμως την ανησυχία, αν όντως προχωρούσαν στην πνευματική ζωή, αν προοδεύουν και αν ήταν άξιοι γιά την Βασιλεία του Θεού. Περίμενε, έτσι, ένα σημάδι, μία απάντηση στο ερώτημα του από τον Θεόν, αλλά δεν έπαιρνε καμμία απάντηση...

Κάποια ημέρα, θα γινόταν αγρυπνία στην Εκκλησία μίας άλλης Σκήτεως, που απείχε πολλές ώρες από την δική τους. Έπρεπε να γίνει πορεία μέσα στην έρημο. Έστειλε, λοιπόν, τους δύο υποτακτικούς του, από το πρωΐ, ώστε να φθάσουν νωρίς και να βοηθήσουν τους πατέρες της Σκήτεως να τακτοποιήσουν την Εκκλησία και ο Γέροντας θα επήγαινε το απόγευμα.

Οι υποτακτικοί ξεκίνησαν την πορεία τους. Είχαν προχωρήσει αρκετά, όταν ξαφνικά άκουσαν βογγητά. Ήταν ένας άνθρωπος βαρειά τραυματισμένος και ζητούσε βοήθεια.

«Πάρτε με, σας παρακαλώ», τους είπε, «εδώ είναι ερημιά, κανείς δεν περνάει, ποιός θα μπορέσει να με βοηθήσει; Εσείς είστε δύο, βοηθήστε με, σας παρακαλώ…».

«Δεν μπορούμε…» του απήντησαν, «βιαζόμασθε γιά την αγρυπνία, έχουμε πάρει εντολή από τον γέροντα μας, να βοηθήσουμε τους πατέρες στην Σκήτη».

«Πάρτε με σας παρακαλώ μαζί σας, εάν με αφήσετε εδώ θα πεθάνω, θα με φάνε τα θηρία», τους ξαναείπε.

«Δεν μπορούμε… Τί να κάνουμε, πρέπει να πάμε στο καθήκον μας» είπαν, και τελικά έφυγαν και άφησαν τον τραυματισμένο.

Το απόγευμα, ξεκίνησε και ο Γέροντας γιά την αγρυπνία. Πήρε τον ίδιο δρόμο. Έφθασε και στο μέρος που ήταν ο τραυματισμένος. Τον βλέπει τον πλησιάζει και του λέει:

«Τί έπαθες άνθρωπε του Θεού; Τι έχεις; από πότε είσαι εδώ; Δεν σε είδε κανείς;».

«Γέροντα, πέρασαν το πρωΐ δυο μοναχοί και τους παρεκάλεσα να με βοηθήσουν,

αλλά βιάζονταν να πάνε σε κάποια αγρυπνία και έτσι δεν με βοήθησαν...».

«Θα σε πάρω εγώ μην ανησυχείς!» του λέει τότε ο γέροντας.

«Δεν μπορείς εσύ, είσαι γέροντας, δεν μπορείς να με σηκώσεις, αδύνατον...».

«Όχι, θα σε μεταφέρω! Δεν μπορώ να σε αφήσω!», είπε με επιμονή ο γέροντας.

Τον πήρε, λοιπόν,  με μεγάλη δυσκολία και άρχισε να βαδίζει με το βάρος εκείνο σιγά-σιγά. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι και σκεπτόταν:

«Έστω και σε τρεις μέρες… θα φθάσω»!

Καθώς όμως προχωρούσε, άρχισε να νοιώθει το φορτίο του όλο και πιο ελαφρύ, ώσπου μετά από λίγο αισθάνθηκε, σαν να μην κρατάει τίποτε! Τότε, έκπληκτος,  γυρίζει πίσω να δει τί συμβαίνει και βλέπει με έκπληξη δίπλα του έναν Άγγελο, αντί του τραυματία…

Τότε ο Άγγελος του λέει:

«Με έστειλε ο Θεός να σε βοηθήσω, αλλά και να σε πληροφορήσω ότι, οι δύο υποτακτικοί σου, δεν είναι άξιοι της Βασιλείας Του, διότι δεν έχουν αγάπη…»!!!