Σάββατο 22 Ιουνίου 2024

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΝ ΜΥΘΕΥΜΑ, ΜΕ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΤΕΡΟΝ ΕΠΙΜΥΘΙΟΝ!!!

Κάποτε, σ’ ένα χωριό, ήταν μιά γιαγιά, που κάθε πρωΐ έβγαινε στο δάσος και μάζευε ξύλα γιά τη φωτιά της, και χορταράκια γιά να φάει. Μία ημέρα, καθώς εγύριζε από το δάσος,  φορτωμένη στον ώμο τα ξύλα και στην ποδιά της τα χόρτα, στο δρόμο συναντάει τον Χάροντα.

«Γειά και χαρά σου, Χάροντα», του λέει η γιαγιά ατάραχη, «γιά πού το έβαλες;».

«Γιά του λόγου σου...», της απαντά ο Χάροντας. «Άντε, ετοιμάσου να σε πάρω...».

«Να πάω σπίτι πρώτα, να ξεφορτώσω και να ετοιμασθώ γιά το ταξίδι. Αλλά, γιά να ‘χω καλό ρώτημα, σαν πώς θέλεις να ετοιμασθώ;», του λέει η γιαγιά.

«Όπως θέλεις εσύ», απαντάει ο Χάροντας.

Τότε η γιαγιά πηγαίνει στο σπίτι, ανάβει το τζάκι και βάζει να βράσει τα χόρτα. Ύστερα, έπιασε να ζυμώσει ψωμιά, έφτιαξε και κουλούρια γιά συγχώρεση. Ύστερα, έστρωσε τραπέζι και περίμενε να ψηθούν τα ψωμιά και τα χόρτα.

Τότε ξαναπαρουσιάζεται o Χάροντας και την ερωτάει:

«Ε, ετοιμάσθηκες θειά;».

«Περιμένω να βράσουν τα χόρτα, να ξεφουρνίσω το ψωμί και να φάμε. Δεν κάθεσαι και του λόγου σου να φας μαζί μου;».

«Μα… Δεν μου έχεις κακία θειά, που θα σου πάρω την ψυχή;».

«Μπα, γιατί να σού ΄χω κακία; Δικιά σου είναι η ψυχή μου; Του Κυρίου είναι!!»!!

«Και το κορμί σου, που θα το αφήσεις στον τάφο;» ξαναρωτάει ο Χάροντας.

«Ε, αυτό είναι δική μου υπόθεση!», απαντάει η γιαγιά. «Εγώ θα το παραδώσω στον Θεό και θα μου το φυλάει. Είδες που βάζουμε Σταυρό πάνω στα μνήματα;».

Απάνω στην ώρα, έβρασαν και τα χόρτα, μύρισε το ψωμί στο φούρνο και η γιαγιά κατέβασε το φαΐ, ξεφούρνισε κι έβαλε στο τραπέζι δυό πιάτα χόρτα και κάμποσες φέτες ψωμί και κάθησε χαρούμενη, να φάει!

Ο Χάροντας, όμως, ήταν στενοχωρημένος και δεν ήθελε να φάει…

«Δεν μου κάνει κέφι να παίρνω ανθρώπους, πού δεν κλαίνε...», λέει στη γιαγιά.

«Και δεν μου λες κι εμένα τον λόγο;» λέει η γιαγιά με απορία.

Και προσθέτει: «Τί σημασία έχει γιά εσένα, αν κλαίνε ή όχι;».

«Όταν οι άνθρωποι, κλαίνε και θρηνούν, πριν τους πάρω, είναι δικοί μου και τους πάω στην κόλαση. Όταν, όμως, είναι ήσυχοι προσευχόμενοι και πράοι, τους παίρνει o Θεός και τους πάει ίσια στον Παράδεισο».

«Γι’ αυτό κι έχεις κακό όνομα και σε φοβούνται», του λέει η γιαγιά. «Φάε καϋμένε λίγο να ζεσταθή η ψυχή σου, να κάνεις το Σταυρό σου, μήπως και πάψεις να κολάζεις τον κόσμο»!

Τότε o Χάροντας δεν άντεξε τις κουβέντες της σοφής και ευλαβούς γιαγιάς, έσκασε από το κακό του, πετιέται λοιπόν επάνω και φεύγει, λέγοντας:

«Εσένα, έτσι κι αλλιώς, χαμένη σ’ έχω. Τί κάθομαι και χασομερώ μαζί σου…».

Η γιαγιά, τότε, αμέριμνη, συνέχισε το γεύμα της, δοξολογώντας τον Θεόν!!!