Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΕΠΕΜΒΑΣΙΣ!!

 

Κάποιος μοναχός ονομαζόμενος Μωϋσής, ένοιωσε την καρδιά του να ανάβει από αγάπη προς τον Θεοφόρο πατέρα Ιωάννη (τον Σιναΐτη) και τον παρακαλούσε πολύ, χρησιμοποιώντας γιά μεσίτες πολλούς από τους πατέρες, να τον δεχθή ως μαθητή του, γιά να διδαχθή από Αυτόν την αληθινή φιλοσοφία. Πιέζοντάς τον λοιπόν με τις παρακλήσεις εκείνων, τον έκαμψε τον Μακάριο, ώστε να τον δεχθή κοντά του ως υποτακτικό.

Συνέβη δε κάποτε να του ζητήσει ο Άγιος πατὴρ Ιωάννης να μεταφέρη κατάλληλο χώμα γιά να καλλιεργήσουν λάχανα. Ο Μωϋσής πράγματι έφθασε στον τόπο που του υπέδειξε και πρόθυμα εκτελούσε την εντολή που έλαβε. Όταν όμως πέρασε η ώρα και ήλθε το καταμεσήμερο, που η ζέστη εφλόγιζε σαν καμίνι τον τόπο, διότι ήταν Αύγουστος μήνας, ο Μωϋσής ελύγισε και κουρασμένος πολύ από την μεταφορά του χώματος, εσκέφθηκε ότι έπρεπε ολίγο να ξεκουρασθή. Γιά να έχει δε σκιά, εξάπλωσε κάτω από έναν τεράστιο βράχο και, όπως ήταν φυσικό, αποκοιμήθηκε.

Εκείνη την ώρα ο βράχος άρχισε να μετακινήται επικίνδυνα. Ο Φιλάνθρωπος, όμως, Θεός, ο Οποίος δεν θέλει να κινδυνεύουν οι γνήσιοι δούλοι Του, επρόφθασε με τη συνήθη ευσπλαγχνία Του το κακό, την ώρα ακριβώς εκείνη που ευρίσκετο σε άμεσο κίνδυνο η ζωή του Μωϋσή. Συνέβη, λοιπόν, το εξής:

Ο Μέγας πατήρ Ιωάννης, ενώ καθόταν στο κελλί του, κατά την συνήθειά του, μελετώντας και προσευχόμενος, έπεσε σε έναν ελαφρότατο ύπνο, οπότε βλέπει κάποιον ιεροπρεπή άνδρα, που προσπαθούσε να τον ξυπνήσει και αυστηρά του έλεγε στον ύπνο του: «Ιωάννη, πώς κοιμάσαι αμέριμνος, ενώ ο Μωϋσής ευρίσκεται σε κίνδυνο;». Επετάχθηκε τότε από τον ύπνο και άρχισε αμέσως να προσεύχεται γιά την σωτηρία του μαθητή του.

Αργά το βράδυ, όταν επέστρεψε ο Μωϋσής, τον ερώτησε μήπως του συνέβη τίποτε το φοβερό ή ανέλπιστο. Και ο Μωϋσής του απήντησε: «Ένας βράχος τεράστιος κατά τις μεσημβρινές ώρες της ημέρας θα με επλάκωνε και θα με συνέτριβε, ενώ κοιμόμουν βαθειά από κάτω του, εάν δεν άκουγα, την φωνή σου. Πετάχθηκα αμέσως μ᾿ ένα ορμητικό και απότομο σάλτο, και απομακρύνθηκα, και τότε, την ίδια στιγμή είδα τον βράχο να αποσπάται και να πέφτει στο χώμα»!

Ακούοντάς το αυτό, ο ταπεινός Όσιος, δεν ανέφερε τίποτε από την οπτασία του, στον υποτακτικό του. Μέσα του, όμως, με έντονες κραυγές και αισθήματα αγάπης ανυμνούσε και ευγνωμονούσε τον Θεόν!!

 

Πηγή: «Κλίμαξ Aγίου Ιωάννου Σιναΐτου» - Νεοελληνική απόδοση Ι. Μονή Παρακλήτου.