Σε µία αυλή, ζούσε κάποτε ένας κόκορας, που είχε μεγάλη ιδέα γιά τον εαυτό του. Ήταν φαντασμένος, όπως λένε.
«Κικιρίκου!», φώναζε κάθε τόσο.
«Με βλέπετε εμένα; Έχω την πιό δυνατή φωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα πτερά µου πλουμιστά! Κι όσο γιά τα νύχια µου, μπορώ µ’ αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!».
Και δώσ’ του και έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.
«Κικιρίκου!», άρχιζε πάλι.
«Εμπρός, λοιπόν, ποιός κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί µου στη δυνατή φωνή; Ποιός κόκορας έχει τη δική µου πολύχρωμη ουρά;», κόμπαζε χωρίς να κουράζεται.
«Κικιρίκου!», εγώ είμαι ο θαυμαστός κόκορας!
Μία ημέρα, τα παιδιά του σπιτιού άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι, ένα παιγνίδι που τους είχε αγοράσει ο πατέρας τους.
«Αυτό το αμαξάκι µου αρέσει!», είπε ο φαντασμένος κόκορας.
«Με αυτό το αμάξι πρέπει να ταξιδέψω σ’ όλο τον κόσµο, να µε δουν όλες οι κότες και τα κοκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά, τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά µου».
Τότε δύο γάτοι τον άκουσαν, τον πλησίασαν και του είπαν:
«Ναι, αυτό το αμάξι ταιριάζει στην αρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κι εμείς θα το σύρουμε και θα σε γυρίσουμε σ’ όλο τον κόσµο».
«Μπράβο!», φώναξε ο κόκορας.
«Ωραία ιδέα! Ας ξεκινήσουμε! Εσείς θα γίνετε τα άλογα της άμαξάς µου!».
Και με μιάς πήδησε μέσα στο αμάξι χωρίς δεύτερη σκέψη, και αμέσως οι δυό γάτοι, χωρίς να χάσουν την ευκαιρία, άρχισαν να σέρνουν το αμάξι…
Έτσι βγήκαν έξω από την αυλή...
«Πιό γρήγορα!», φώναζε ο φαντασμένος κόκορας.
«Πιό γρήγορα! Να δει ο κόσμος όλος την αφεντιά µου! Να θαυμάσει τη δύναμη και την ομορφιά µου!».
Μα, σε κάποια απόμερη γωνιά οι γάτοι σταμάτησαν, και ξαφνικά ώρμησαν πάνω στον κόκορα και... τον έφαγαν.
Ήταν δύο παμπόνηροι γάτοι, που κατάφεραν να βγάλουν τον κόκορα έξω από την ασφάλεια της αυλής και να τον φάνε µε την ησυχία τους. Και αυτός ο φαντασμένος την έπαθε...
«Κικιρίκου!», φώναζε κάθε τόσο.
«Με βλέπετε εμένα; Έχω την πιό δυνατή φωνή! Το λειρί µου είναι κόκκινο και μεγάλο και τα πτερά µου πλουμιστά! Κι όσο γιά τα νύχια µου, μπορώ µ’ αυτά να νικήσω οποιονδήποτε κόκορα στον κόσμο!».
Και δώσ’ του και έκανε συνέχεια βόλτες στην αυλή και καμάρωνε.
«Κικιρίκου!», άρχιζε πάλι.
«Εμπρός, λοιπόν, ποιός κόκορας θέλει να παραβγεί μαζί µου στη δυνατή φωνή; Ποιός κόκορας έχει τη δική µου πολύχρωμη ουρά;», κόμπαζε χωρίς να κουράζεται.
«Κικιρίκου!», εγώ είμαι ο θαυμαστός κόκορας!
Μία ημέρα, τα παιδιά του σπιτιού άφησαν στην αυλή ένα μικρό αμαξάκι, ένα παιγνίδι που τους είχε αγοράσει ο πατέρας τους.
«Αυτό το αμαξάκι µου αρέσει!», είπε ο φαντασμένος κόκορας.
«Με αυτό το αμάξι πρέπει να ταξιδέψω σ’ όλο τον κόσµο, να µε δουν όλες οι κότες και τα κοκόρια και να θαυμάσουν την ομορφιά, τη δύναμη και τη μεγαλοπρέπειά µου».
Τότε δύο γάτοι τον άκουσαν, τον πλησίασαν και του είπαν:
«Ναι, αυτό το αμάξι ταιριάζει στην αρχοντιά σου! Ανέβα επάνω κι εμείς θα το σύρουμε και θα σε γυρίσουμε σ’ όλο τον κόσµο».
«Μπράβο!», φώναξε ο κόκορας.
«Ωραία ιδέα! Ας ξεκινήσουμε! Εσείς θα γίνετε τα άλογα της άμαξάς µου!».
Και με μιάς πήδησε μέσα στο αμάξι χωρίς δεύτερη σκέψη, και αμέσως οι δυό γάτοι, χωρίς να χάσουν την ευκαιρία, άρχισαν να σέρνουν το αμάξι…
Έτσι βγήκαν έξω από την αυλή...
«Πιό γρήγορα!», φώναζε ο φαντασμένος κόκορας.
«Πιό γρήγορα! Να δει ο κόσμος όλος την αφεντιά µου! Να θαυμάσει τη δύναμη και την ομορφιά µου!».
Μα, σε κάποια απόμερη γωνιά οι γάτοι σταμάτησαν, και ξαφνικά ώρμησαν πάνω στον κόκορα και... τον έφαγαν.
Ήταν δύο παμπόνηροι γάτοι, που κατάφεραν να βγάλουν τον κόκορα έξω από την ασφάλεια της αυλής και να τον φάνε µε την ησυχία τους. Και αυτός ο φαντασμένος την έπαθε...
Πρέπει λοιπόν, να ξέρετε ότι, όλοι οι φαντασμένοι είναι κουτοί και ανόητοι... Όχι µόνο τα κοκόρια, αλλά και οι άνθρωποι.
Εκείνοι που έχουν αξία είναι απλοί!
Ενώ οι καυχησιάρηδες και φαντασμένοι είναι κουτοί...!
Μύθος του Αισώπου.