Κάποιας νέας, που λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οι γονείς και έμεινε ορφανή. Αυτή τότε μετέτρεψε το σπίτι της σε ξενώνα των πατέρων της Σκήτης και γιά πολύ καιρό τους δεχόταν και τους φιλοξενούσε. Όταν όμως ξόδεψε όσα είχε, άρχισε να στερείται. Την επλησίασαν τότε άνθρωποι διεστραμμένοι και την έβγαλαν από τον καλό δρόμο. Και ζούσε πλέον αμαρτωλά. Έτσι, κατάντησε και στην πορνεία...
Όταν το έμαθαν οι πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ και κάλεσαν τον αββά Ιωάννη τον Κολοβό και του είπαν:
«Ακούσαμε αδελφέ, γιά την τάδε αδελφή ότι, ζει στην αμαρτία. Αυτή, όταν μπορούσε, είχε δείξει αγάπη σ’ εμάς. Ας τη βοηθήσουμε και εμείς τώρα, όπως μπορούμε. Κάνε λοιπόν τον κόπο να πας σ’ αυτήν, και με την σοφία που σου έδωσε ο Θεός, φρόντισε να την διορθώσεις».
Πήγε λοιπόν ο γέροντας σε αυτήν, και είπε στη γηραιά θυρωρό που φύλαγε στην πόρτα:
«Πες στην κυρία σου ότι ήλθα και θέλω να την δω».
Εκείνη αντέδρασε και ήθελε να τον διώξει, λέγοντας του:
«Εσείς της φάγατε όλη την περιουσία της και τώρα είναι πτωχή…».
Ο γέροντας, όμως, επέμενε:
«Πες της ότι θέλω να την δω».
Ανέβηκε λοιπόν η θυρωρός και ανέφερε στη νέα γιά τον γέροντα.
Ακούγοντας η κόρη, λέει:
«Αυτοί οι μοναχοί όλο γυρίζουν κατά την Ερυθρά Θάλασσα και βρίσκουν μαργαριτάρια».
Στολίσθηκε, λοιπόν, κάθησε στο κρεββάτι και είπε στη θυρωρό:
«Φέρε τον γέροντα εδώ».
Όταν μπήκε ο αββάς Ιωάννης, κάθησε κοντά της και, κοιτώντας την στο πρόσωπο, της είπε:
«Τί σε έκανε να απορρίψεις τον Ιησού, ώστε να φθάσεις σ’ αυτή την κατάσταση;».
Αυτή, ακούγοντας τα λόγια του, πάγωσε. Ο γέροντας, σκύβοντας το κεφάλι, άρχισε να κλαίει πικρά.
«Αββά, γιατί κλαις;», τον ερώτησε.
Αυτός σήκωσε λίγο το κεφάλι του, και σκύβοντας το πάλι είπε:
«Βλέπω τον σατανά να χορεύει στο πρόσωπό σου, και πώς να μην κλαύσω;».
«Υπάρχει μετάνοια, αββά;» ρώτησε η κόρη.
«Ναι», της είπε ο γέροντας.
Και εκείνη πρόσθεσε:
«Πάρε με, όπου νομίζεις».
«Πάμε», είπε ο γέροντας.
Αυτή αμέσως σηκώθηκε να τον ακολουθήσει. Ο γέροντας παρατήρησε ότι, δεν άφησε καμμιά παραγγελία γιά το σπίτι της και θαύμασε.
Κοντεύοντας στην έρημο, τους πρόλαβε το βράδυ. Και ο γέροντας της ετοίμασε ένα μικρό προσκέφαλο από κλαδιά, το σταύρωσε και της είπε να κοιμηθή εκεί. Έκανε έπειτα και γιά τον εαυτό του, λίγο μακρύτερα ένα προσκέφαλο, και αφού τελείωσε τις προσευχές του, πλάγιασε και αυτός.
Τα μεσάνυχτα, εξύπνησε και βλέπει κάτι σαν δρόμο από φως, να ξεκινά από το σημείο που κοιμόταν η κόρη και να καταλήγει στον Ουρανό, και έξαφνα βλέπει Αγγέλους να ανεβάζουν την ψυχή της κόρης στον Ουρανό! Σηκώθηκε, επλησίασε και διαπίστωσε ότι, η κόρη ήταν νεκρή. Αμέσως γονάτισε με το πρόσωπο στη γη και παρακαλούσε τον Θεό γιά έλεος. Τότε άκουσε μία φωνή να του λέει ότι, η σύντομη μετάνοια της αμαρτωλής κόρης έγινε δεκτή, περισσότερο μάλιστα, από τη μετάνοια πολλών άλλων, που διαρκεί πολύν καιρό!!
Εκ του Μεγάλου Γεροντικού