Σάββατο 24 Ιουνίου 2023

Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΒΙΟΣ, ΤΟΥ γ.ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ!!

           Ο γέρο–Δα­μα­σκη­νός ο Κομ­πο­σχοι­νάς, α­πό την Κα­λύ­βη της Α­να­λή­ψε­ως, της Κουτλουμουσιανής Σκή­της του Α­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ήταν α­κτή­μων. Στο κελ­λί του εί­χε μό­νο μερικές κου­βέρ­τες γιά να σκε­πάζεται, τα  λίγα ρού­χα του, λί­γα τρό­φι­μα και μαλ­λί γιά να πλέ­κη κομ­ποσκοίνια, διότι αυ­τό ή­ταν το ερ­γό­χει­ρό του.

Αρ­χι­κά, έζησε στην έ­ρη­μο των Κα­του­νακίων γιά δύ­ο χρό­νια με τον γέρο-Ι­σί­δω­ρο. Κατόπιν, ήλ­θε στο Κου­τλου­μού­σι και ύ­στε­ρα πή­ρε το Κα­λύ­βι στην Σκή­τη του Α­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, ό­που έ­μει­νε την υπόλοιπη ζωή του. Τον τε­λευ­ταί­ο και­ρό, τον εγηροκόμησαν στο Κου­τλου­μού­σι, ό­που ε­κοι­μήθη και ε­τά­φη. 

Τις νύ­κτες ά­να­βε την λάμ­πα και έκα­νε α­γρυ­πνία­. Έ­λε­γε την ευ­χή, έ­κα­νε με­τά­νοι­ες και, ό­ταν τον πο­λε­μού­σε ο ύ­πνος, έ­πλε­κε κομ­πο­σκο­ί­νι. Το πα­ρά­θυ­ρό του ή­ταν α­πέ­ναν­τι α­πό το Κα­λύ­βι του γέ­ρον­τος Πα­ϊ­σί­ου και ό­λη νύ­κτα φαι­νό­ταν το φως. Κά­ποι­α φο­ρά που συ­ναν­τή­θη­καν, τον ερώ­τη­σε ο Άγιος Πα­ΐ­σιος: «Κα­λά, ε­σύ δεν κοι­μά­σαι κα­θό­λου τις νύκτες;». Έ­κτο­τε, έ­βα­λε έ­να ύ­φα­σμα στο πα­ρά­θυ­ρό του, γιά να μη φαί­νε­ται το φως και έτσι έ­κρυ­βε την  πνευ­μα­τι­κή του ερ­γα­σί­α. 

Ή­ταν α­σκη­τής! Έ­κα­νε συ­νε­χώς ε­νά­τες, δηλαδή ξηροφαγούσε μία φορά την ημέρα μετά τις τρεις το μεσημέρι.  Η μέ­ση του ή­ταν πο­λύ λε­πτή. Γύ­ρι­ζε δύο φο­ρές την ζώ­νη του. Τον Δε­κα­πεντα­ύ­γου­στο, προ­σπα­θού­σε να μην τρώ­γη τί­πο­τε, ε­κτός της Εορτής του Σω­τή­ρος! Όταν ή­ταν στο Κου­τλου­μο­ύ­σι, προ­τι­μού­σε να δι­α­βά­ζη στην τρά­πε­ζα, γιά να εγ­κρα­τεύ­ε­ται στο φα­γη­τό, χω­ρίς να τον καταλαβαίνουν. Εί­χε μπρο­στά στο καλύβι του μί­α μου­ριά. Κάποιες φορές έ­τρω­γε κα­νέ­να μού­ρο και χα­λού­σε την ε­νά­τη. Γι᾽ αυ­τό θέ­λη­σε να την κό­ψη, αλ­λά τον εμ­πό­δι­σε ο Άγιος Πα­ΐ­σιος. Στην  αν­το­χή  στην ορ­θο­στα­σί­α, ή­ταν άφθαστος! Στο πανηγύρι του Α­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, έμ­παι­νε α­πό βρα­δίς στην Εκ­κλη­σί­α και σαν  κολώ­να στε­κό­ταν ακίνη­τος, πάν­τα όρ­θιος στο στα­σί­δι του, μέ­χρι το πρωΐ! Ού­τε έ­ξω έβγαινε ού­τε κα­θό­ταν καθόλου! Ε­νώ έ­κα­νε τό­ση ά­σκη­ση, αυ­το­μεμ­φό­ταν λέ­γον­τας ό­τι, εί­ναι «κρα­σο­πα­τέ­ρας», διότι έ­πι­νε, που και που, ένα μικρό ποτηράκι κρα­σί!

Ζού­σε βί­ον η­συ­χα­στι­κό, α­πλό και α­πράγ­μο­να. Δεν καλλιεργούσε κή­πο και σπά­νια μα­γεί­ρευ­ε. Νε­ρό το κα­λύ­βι του δεν εί­χε. Πή­γαι­νε με το κα­νά­τι και έ­παιρ­νε α­πό το α­γί­α­σμα του Α­γί­ου Παντελεήμο­νος!

Ή­ταν επίσης πο­λύ ε­λε­ή­μων! Α­πό το ερ­γο­χει­ρά­κι του, έ­κα­νε και ε­λε­η­μο­σύ­νες! Πή­γαι­νε στα γερον­τά­κια και τους ψώ­νι­ζε φα­γώ­σι­μα, πα­πού­τσια, ρού­χα! Έ­δι­νε χρή­μα­τα στον τσαγ­κά­ρη στις Κα­ρυές και του έ­λε­γε να φτιάχνει πα­πού­τσια και να τα δί­νη σε όποιον είχε α­νάγ­κη, αλ­λά να μην τους α­πο­κα­λύ­πτη ποιός τα κά­νει ευ­λο­γί­α! Ό­ποι­ος την η­μέ­ρα της ε­ορ­τής του πή­γαι­νε να του ευ­χη­θή, του έ­δι­νε και 300 δραχ­μές, γιά να φά­η κά­τι, ε­πει­δή δεν έ­κα­νε τρά­πε­ζα!

Ό­ταν αρ­ρώ­σται­νε, κα­τέ­φευ­γε στον Ά­γιο Παν­τε­λε­ή­μο­να γιά βο­ή­θεια. Δεν ή­θε­λε ια­τρό ούτε να βγη έ­ξω. Φο­βό­ταν μή­πως πε­θά­νη έ­ξω απ᾽ το Ά­γιον Ό­ρος και έλεγε με ταπείνωση: «Πού ξέ­ρεις, ευ­λο­γη­μέ­νε, τέ­τοι­ος που είμαι»!!

Έ­λε­γε επίσης: «Η Ελ­λά­δα εί­ναι το Βα­σί­λει­ον του Χρι­στού και της Πα­να­γί­ας! Ά­μα χα­θή η Εκκλησί­α, θα χα­θή και η Ελ­λά­δα!»!

Στην Λι­τα­νεί­α του Ά­ξιον Ε­στί, μετέφερε το βά­θρο που ακουμ­πού­σαν την Ει­κό­να, ενώ ποτέ δεν ε­πε­δί­ω­κε να παίρ­νη την Εικό­να!!

Πηγή: enromiosini.gr