«Κεράσοβο Πωγωνίου, 1940.
Στις 11 περνάνε Ιταλικά αεροπλάνα και βομβαρδίζουν πάνω από τα κεφάλια μας. Οι βόμβες λυσσάνε, μα πέφτουν πιό πέρα, μέσα στη χαράδρα...
Τη νύκτα τακτοποιηθήκαμε σε μιά μικρή Εκκλησιά, ήλθαν μάλιστα και κάποιοι άλλοι στρατιώτες και στριμώχθηκαν κοντά μας. Έβρεχε πολύ ο Θεός. Εμείς, λόγω της πολυκοσμίας νοιώθαμε ζεστασιά έτσι ο ύπνος ήλθε γρήγορα.
Την αυγή ξυπνάμε και βλέπουμε να μπαίνη μέσα στο Εκκλησάκι, ένας νέος ιερέας, ήταν μούσκεμα από την βραδινή βροχή. Απορούμε και μαθαίνουμε κάτι το πρωτάκουστο:
Ο ιερέας είχε έλθη μαζί με τους άλλους στρατιώτες και βλέποντας ότι είμασθαν πολλοί σε ένα πολύ στενό χώρο, γιά να μην ενοχλήση κανέναν, προτίμησε να μείνη ολονυκτίς έξω από το Εκκλησάκι! Χωρίς αντίσκηνο μέσα στην βροχή!
Μόλις τον βλέπουμε σ’ αυτή την κατάστασι, σηκωνόμασθε όλοι όρθιοι και σκύβουμε μπροστά του. Εκείνος κάνει τον Σταυρό του, μας καλημερίζει, ανάβει ένα κερί και προσεύχεται μπροστά εις την Εικόνα του Κυρίου, γιά την ειρήνη του κόσμου και την αγάπη ανάμεσα στους ανθρώπους. Τον νοιώθουμε σαν Χριστό και τον βάλαμε γιά πάντα στα κατάβαθα της ψυχής μας.
Μετά που βγήκαμε, τραβάει ο ιερέας με μερικούς στρατιώτες γιά το χωριό Περιστέρι, χωρίς να φθάση όμως ποτέ... Μία εχθρική βόμβα τον βρίσκει στο δρόμο και τον ρίχνει κάτω νεκρό.
Ήταν ο πιό Άγιος παπάς και άνθρωπος που συνάντησα στη στράτα της ζωής μου»!!!
Μαρτυρία Στρατιωτικού Ιερέως, Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου Τσοκώνα.
