<<Κάποιος γέροντας αρρώστησε βαρειά και δεν ήθελε να λάβη τροφή...
Ο υποτακτικός του, γιά να τον ευχαριστήση, τον παρακάλεσε να του δώση ευλογία γιά να του ετοιμάση μία γλυκιά πίτα. Μπροστά στην επιμονή του υποτακτικού, υποχώρησε ο γέροντας και του επέτρεψε να του φτιάξη μία μικρή πίτα.
Από την βιασύνη του ο υποτακτικός, έκανε λάθος και αντί γιά μέλι έριξε στην πίτα λινέλαιο, που μεταχειρίζονταν στο εργόχειρό τους...
Μόλις έβαλε λίγο στο στόμα του ο γέροντας, κατάλαβε το λάθος του υποτακτικού, αλλά γιά να μην τον λυπήση, δεν είπε τίποτε! Βίασε μάλιστα, τον εαυτό του να φάη, αλλά ήταν αδύνατον. Το λινέλαιο έδινε μία αηδιαστική γεύσι στην πίτα. Βλέποντάς τον ανόρεκτο ο νέος, τον επίεζε να φάη. Γιά να τον πείση, έβαλε και αυτός λίγο στο στόμα του, λέγοντας:
«Είναι πολύ ωραίο γέροντα. Να, τρώω και εγώ...».
Μα αμέσως κατάλαβε το λάθος που είχε κάνει και έβαλε τις φωνές:
«Αλλοίμονο, σε εθανάτωσα, Αββά…
Και δεν μου έλεγες τίποτε τόση ώρα;;;».
«Να μην στενοχωριέσαι, παιδί μου», του είπε με καλωσύνη ο Γέροντας. «Αν ήθελε ο Θεός να φάω πίτα, τότε θα είχες βάλει μέλι σ’ αυτήν!>>!!!
Γεροντικόν!