<<…Και πρώτον
πρέπει, αδελφοί μου,
να προσέχετε εις
όλα τα νοήματα του Αγίου Ευαγγελίου, διότι
είναι όλα διαμάντια, θησαυρός, χαρά, ευφροσύνη, Ζωή Αιώνιος,
και ασφαλώς εδώ, εις τα Άχραντα Μυστήρια! Ας στοχασθώμεν, λοιπόν, τί έκαμε ο
Χριστός μας. Δεν εφύλαξε μίσος και έχθραν να μη μεταλάβη τον Ιούδαν τον εχθρόν
του, όπως εμετάλαβε και τους άλλους ένδεκα μαθητάς, τους φίλους Του τους
καλούς, έτσι και τον Ιούδαν, τον εχθρόν Του!
Ήτο ένας κληρικός ονομαζόμενος Σαπρίκιος. Ήτο και ένα άλλος ονομαζόμενος Νικηφόρος.
Αυτοί από επήρεια του διαβόλου και διάφορες κακές συγκυρίες εψυχράνθηκαν ο ένας προς τον άλλον και ενώ ήσαν φίλοι, εδημιούργησαν έχθρα μεταξύ τους.
Μίαν ημέραν στέλνει ο Bασιλεύς και παίρνει τον Σαπρίκιον και του λέγει:
“Να αρνηθής τον Χριστόν και να προσκυνήσης τα είδωλα”.
Λέγει τότε ο Σαπρίκιος:
“Εγώ τον Χριστόν μου, δεν Τόν αρνούμαι ποτέ!”.
Τον εβασάνισεν τότε ο Βασιλεύς δυνατά και ωσάν είδε πώς δεν είναι τρόπος να νικήση την γνώμην του, απεφάσισε να τον θανατώση. Παίρνοντάς τον λοιπόν ο δήμιος να τον υπάγη εις τον τόπον της καταδίκης, το έμαθεν ο Νικηφόρος και πηγαίνει εις τον δρόμον και λέγει του Σαπρικίου:
“Εγώ, αδελφέ, σου έπταισα· και έμαθα ότι θα σε θανατώσουν. Διά τούτο σε παρακαλώ, αδελφέ, να με συγχωρήσης· σου έσφαλα”. Πάλιν κύπτει ο Νικηφόρος, τον παρακαλεί, του φιλεί τα πόδια. “Αδελφέ, λέγει, συγχώρησόν με διά τον Θεόν”.
Αλλά ο Σαπρίκιος δεν τον συγχωρεί…
Έφθασαν και εις τον τόπον της καταδίκης. Τον παρεκάλει ο Νικηφόρος μετά δακρύων, αλλά αυτός παρέμεινε δέσμιος της ψυχρότητας και της κακίας του...
Του λέγει πάλιν ο Νικηφόρος:
“Ιδού, αδελφέ, τώρα θα σε κόψουν· διατί δεν με συγχωρείς; Εγώ σε συγχωρώ με όλην μου την καρδίαν”.
Λέγει του ο Σαπρίκιος:
“Εγώ δεν σε συγχωρώ ποτέ…”.
Και καθώς εσήκωσεν ο δήμιος το σπαθί να του κόψη το κεφάλι, Βλέπων ο Πανάγαθος Θεός την κακήν του γνώμην, σηκώνει την Χάριν Του, και τότε, έξαφνα, ερωτά ο Σαπρίκιος τον δήμιο:
“Διατί θέλεις να με φονεύσης;”.
Λέγει του o στρατιώτης:
“Και δεν το ηξεύρεις τόσον καιρόν; Διότι δεν προσκυνάς τα είδωλα”.
Λέγει του ο Σαπρίκιος:
“Διά τούτο με βασανίζεις; Εγώ αρνούμαι τον Χριστόν και προσκυνώ τα είδωλα”.
Και ευθύς λέγοντας τον λόγον αυτό, ο δήμιος δεν τον εφόνευσε, αλλά ο Σαπρίκιος ηρνήθη τον Χριστόν και υπήγε με τον διάβολον. Βλέπων ο Νικηφόρος τους Αγγέλους οπού έστεκαν με ένα στέφανον χρυσούν, λέγει εις τον δήμιον:
“Εγώ είμαι Xριστιανός και πιστεύω εις τον Χριστόν μου!”.
Λέγει και του Σαπρικίου:
“Συγχώρησον με, αδελφέ, και ο Θεός συγχωρήσοι σε”!
Και αμέσως έκοψεν ο στρατιώτης το κεφάλι του Νικηφόρου και παρέλαβον οι Άγγελοι την ψυχήν αυτού και την πήγαν εις τον Παράδεισον!
Διά τούτο, λοιπόν, και ημείς οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πρέπει να αγαπώμεν τους εχθρούς μας και να τους συγχωρώμεν· να τους τρέφωμεν, να τους ποτίζωμεν, να παρακαλούμεν τον Θεόν διά την ψυχήν των, και τότε να λέγωμεν εις τον Θεόν:
“Θεέ μου, Σε παρακαλώ, να με συγχωρήσης, καθώς και εγώ συγχωρώ τους εχθρούς μου”!!
Εάν δε και δεν συγχωρήσωμεν τους εχθρούς μας, και το αίμα μας να χύσωμεν διά την αγάπην του Χριστού, εις την κόλασιν πηγαίνομεν…>>!!
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779)
«Διδαχή Δ΄ - Διδαχαί και Προφητείαι του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού».