Σέ σύναξι
σέ ἱερό Ναό, εἶπε κάποιος ἐκκλησιαζόμενος στόν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο:
«Χρειάσθηκε κάποτε ἕνας κύριος νά συνοδεύση τή σύζυγό του ἀσθενή στήν ᾽Αγγλία.
Μετά τήν τακτοποίησί της στό νοσοκομεῖο, πῆγε σ᾽ ἕνα ἑστιατόριο νά φάη. Στό
γεῦμα σάν συνειδητός Χριστιανός ἔκανε τό Σταυρό του. ῞Οταν ἦλθε ἡ ὥρα νά
πληρώση, ζήτησε τόν λογαριασμό καί, πρός ἔκπληξίν του, τό γκαρσόνι τοῦ εἶπε ὅτι
εἶναι ὅλα πληρωμένα.
—Πῶς;
—Πῶς;
—Νά, ἐκεῖνος ὁ κύριος τά πλήρωσε.
Τόν πλησίασε λοιπόν καί τόν ρώτησε γιατί τό ἔκανε αὐτό.
—Μέ ξέρετε;
—῎Οχι, εἶδα ὅμως ὅτι εἶσαι Χριστιανός καί αὐτό μοῦ ἀρκεῖ.
Τόν ρώτησε στή συνέχεια τό λόγο τῆς παρουσίας του στήν ᾽Αγγλία καί ὅταν ἔμαθε
γιά τήν ἀσθένεια τῆς συζύγου του τοῦ ἔδωσε κι ἕνα τσέκ γιά τήν ἀντιμετώπισι τῶν
ἰατρικῶν ἐξόδων!».
Πηγή: agiosioannisdamaskinos